Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λυσ-έρως

См. также в других словарях:

  • πανέρως — ωτος, ο, Α πολύτιμος λίθος που, όπως πίστευαν, καταπολεμούσε τη στειρότητα, αλλ. πανέραστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔρως (πρβλ. λυσ έρως)] …   Dictionary of Greek

  • λυσέρως — λυσέρως, ωτος, ὁ (Α) αυτός που απαλλάσσει από τον έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ (πρβλ. ἔ λυσ α, αόρ. τού λύω) + ἔρως (< ἔραμαι), πρβλ. χρυσ έρως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»