-
1 λυσσηδόν
λυσσ-ηδόν, Adv.A furiously, madly, Opp.H.2.573.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσσηδόν
См. также в других словарях:
κρυφηδόν — (AM, Α και κρυφανδόν) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφά + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, (πρβλ. βουστροφ ηδόν, λυσσ ηδόν)] … Dictionary of Greek