-
1 ожесточённый
ожесточённый σκληρός, άγριος, λυσσώδης- \ожесточённыйая борьба η σκληρή μάχη· \ожесточённый бой η λυσσώδης μάχη* * *σκληρός, άγριος, λυσσώδηςожесточённая борьба́ — η σκληρή μάχη
ожесточённый бой — η λυσσώδης μάχη
-
2 яростный
-
3 ожесточенный
ожесточ||енный1. прич. от ожесточить·2. прил λυσσώδης, ἀγριος, σκληρός; \ожесточенныйенный бой ἡ λυσσώδης μάχη. -
4 яростный
ярос||тныйприл σφοδρός, λυσσώδης, μανιασμένος. -
5 яростный
[γιάρασνυϊ] εκ μανιασμένος, λυσσώδης -
6 яростный
[γιάρασνυϊ] εκ μανιασμένος, λυσσώδης -
7 ожесточённый
επ. από μτχ.σκληρός, αμείλικτος. || μτφ. λυσσώδης. || επίμονος, μανιώδης. -
8 свирепый
επ., βρ: -реп, -а, -о.1. άγριος, θηριώδης. || μτφ. θηριόψυχος, σκληρός, αμείλικτος, απηνής, αδυσώπητος. || αυστηρότατος•-ая цензура αυστηρότατη λογοκρισία.
2. σφοδρός, άγριος, δριμύς•свирепый ветер σφοδρός άνεμος•
-ая зима βαρύς (δριμύς) χειμώνας, βαρυχειμωνιά.
|| λυσσώδης, μανιώδης.
См. также в других словарях:
λυσσώδης — like one raging masc/fem acc pl (attic epic doric) λυσσώδης like one raging masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λυσσώδης like one raging masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσώδης — ες (Α λυσσώδης, ῶδες) [λύσσα] 1. αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος 2. λυσσαλέος, μανιώδης (α. «λυσσώδης έχθρα β. «λυσσώδης μάχη») 3. το ουδ. ως ουσ. το λυσσώδες η μανιώδης ορμή αρχ. αυτός που αναφέρεται σε κατάσταση παραφροσύνης («λυσσώδης… … Dictionary of Greek
λυσσώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, γεμάτος λύσσα, μανιασμένος: Στη λυσσώδη αυτή μάχη σκοτώθηκαν πολλοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυσσωδέστερον — λυσσώδης like one raging adverbial comp λυσσώδης like one raging masc acc comp sg λυσσώδης like one raging neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσώδει — λυσσώδης like one raging masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λυσσώδης like one raging masc/fem/neut dat sg λυσσώδεϊ , λυσσώδης like one raging dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσώδη — λυσσώδης like one raging neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λυσσώδης like one raging masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λυσσώδης like one raging masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσῶδες — λυσσώδης like one raging masc/fem voc sg λυσσώδης like one raging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσώδεα — λυσσώδης like one raging neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λυσσώδης like one raging masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσώδεις — λυσσώδης like one raging masc/fem acc pl λυσσώδης like one raging masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσωδέστεραι — λυσσώδης like one raging fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσωδέστερος — λυσσώδης like one raging masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)