Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λυσιτελῶ

  • 1 λυσιτελώ

    λῡσιτελῶ, λυσιτελέω
    indemnify for expenses incurred: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    λῡσιτελῶ, λυσιτελέω
    indemnify for expenses incurred: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > λυσιτελώ

  • 2 λυσιτελῶ

    λῡσιτελῶ, λυσιτελέω
    indemnify for expenses incurred: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    λῡσιτελῶ, λυσιτελέω
    indemnify for expenses incurred: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > λυσιτελῶ

См. также в других словарях:

  • λυσιτελώ — (Α λυσιτελῶ, έω) [λυσιτελής] αποβαίνω ωφέλιμος, παρέχω κέρδος («οὔ φημ ἂν λυσιτελεῑν σφῷν [τοῡτο]», Αριστοφ.) αρχ. 1. αποζημιώνω για δαπάνη που έγινε ή πληρώνω τα οφειλόμενα 2. (συν. ως απρόσ.) λυσιτελεῑ μοι είναι καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει 3 …   Dictionary of Greek

  • λυσιτελῶ — λῡσιτελῶ , λυσιτελέω indemnify for expenses incurred pres subj act 1st sg (attic epic doric) λῡσιτελῶ , λυσιτελέω indemnify for expenses incurred pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσιτελούντως — (Α) επίρρ. χρήσιμα, ωφέλιμα («λυσιτελούντως ἑαυτοῑς», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσιτελῶν, οῦντος, μτχ. τού ρ. λυσιτελῶ] …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»