-
1 λυσιμάχειος
λυσιμάχειοςof Lysimachus: masc nom sgλυσιμάχειοςof Lysimachus: masc nom sg -
2 λυσιμάχειος
II Subst. [suff] λῡσῐ-μάχειος, ὁ, loosestrife, Lysimachia vulgaris, Dsc.4.3, Gal. 12.64; also λυσιμάχειον, τό, Paul.Aeg.7.3. (Freq. written - ιον in codd.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσιμάχειος
-
3 λυσιμάχειον
λυσιμάχειοςof Lysimachus: masc acc sgλυσιμάχειοςof Lysimachus: neut nom /voc /acc sgλυσιμάχειοςof Lysimachus: masc acc sg -
4 λυσιμαχείου
λυσιμάχειοςof Lysimachus: masc /neut gen sgλυσιμάχειοςof Lysimachus: masc gen sg -
5 λυσιμάχειοι
λυσιμάχειοςof Lysimachus: masc nom /voc plλυσιμάχειοςof Lysimachus: masc nom /voc pl -
6 λυσιμάχεια
λυσιμάχειοςof Lysimachus: neut nom /voc /acc pl -
7 λυσιμαχείας
λυσιμαχείᾱς, λυσιμάχειοςof Lysimachus: fem acc plλυσιμαχείᾱς, λυσιμάχειοςof Lysimachus: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 λυσιμαχεία
-
9 λυσιμαχείᾳ
-
10 λύτρον
1 ransom, mostly in pl. (later sg., D.S.20.84, Plu.2.295c, etc.), τῶν λ. τὴν δεκάτην the tithe of the ransom-money, Hdt.5.77; Ἕκτορος λύτρα, title of Il.24 and of play by Aeschylus; λύτρα λαβεῖν τινος receive as ransom for.., Th.6.5;τῆς θυγατρὸς λύτρα φέρων Pl.R. 393d
; λύτρα ἀποδιδόναι, καταθεῖναι, pay ransom, D.53.11, 13; εἰσενεγκεῖν εἰς λύτρα contribute towards it, ib.7; ἀφιέναι ἄνευ λύτρων release without ransom, X.HG7.2.16, cf. Aeschin.2.100, D.19.169, etc.; δώσουσιν ἕκαστος λύτρα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ Κυρίῳ a ransom of his soul, LXX Ex.30.12; sg. in NT,λ. ἀντὶ πολλῶν Ev.Matt.20.28
, Ev.Marc.10.45;λ. ὑπὲρ γαμέτου IG14.607f
([place name] Carales); pl., sum paid for manumission of a slave, POxy.48.6 (i A. D.), etc.2 atonement, τί γὰρ λ. πεσόντος αἵματος; (so Canter for λυγρόν) A.Ch.48; of blood-money, LXX Ex.21.30, al.3 generally, recompense, λύτρον καμάτων for toil, Pi.I.8(7).1;συμφορᾶς Id.O.7.77
.II a plant, = λυσιμάχειος, Ps.-Dsc.4.3.
См. также в других словарях:
λυσιμάχειος — λυσιμάχειος, και λυσιμάχεος α, ον (Α) [Λυσίμαχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυσίμαχο 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ λυσιμάχειος, τὸ λυσιμάχειον είδος βοτάνου … Dictionary of Greek
λυσιμάχειος — of Lysimachus masc nom sg λυσιμάχειος of Lysimachus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιμάχειον — λυσιμάχειος of Lysimachus masc acc sg λυσιμάχειος of Lysimachus neut nom/voc/acc sg λυσιμάχειος of Lysimachus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιμαχείου — λυσιμάχειος of Lysimachus masc/neut gen sg λυσιμάχειος of Lysimachus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιμάχειοι — λυσιμάχειος of Lysimachus masc nom/voc pl λυσιμάχειος of Lysimachus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιμάχεια — λυσιμάχειος of Lysimachus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιμαχείας — λυσιμαχείᾱς , λυσιμάχειος of Lysimachus fem acc pl λυσιμαχείᾱς , λυσιμάχειος of Lysimachus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιμαχία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πριμουλίδες και που περιλαμβάνει 200 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών τών εύκρατων και υποτροπικών περιοχών τής Ευρώπης, τής Ασίας και τής Βόρειας Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
λύτρο — το (AM λύτρον) συν. στον πληθ. τα λύτρα το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για απελευθέρωση αιχμαλώτου («οι απαγωγείς ζήτησαν λύτρα για να τόν ελευθερώσουν») μσν. 1. διάσωση, απελευθέρωση 2. σωτηρία αρχ. 1. ποσό που καταβάλλεται για ανάληψη… … Dictionary of Greek
λυσιμαχείᾳ — λυσιμαχείᾱͅ , λυσιμάχειος of Lysimachus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)