-
1 λυρ-ῳδός
λυρ-ῳδός, ὁ, = λυραοιδός, Plut. Sull. 33 u. a. Sp.
-
2 λυρῳδός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυρῳδός
-
3 λυραοιδός
A one who sings to the lyre, AP7.612 (Agath.), APl.4.279:—[var] contr. [full] λῠρῳδός, AP6.118 (Antip.), Plu.Sull.33: Adj. -ῳδὸς ἁρμονία Callistr.Stat.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυραοιδός
См. также в других словарях:
κιθαρωδός — ό, ἡ (Α κιθαρωδός, ὁ, ἡ, ποιητ. τ. κιθαραοιδός, θηλ. και κιθαρωδίστρια) αυτός που παίζει κιθάρα και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek