Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λυρῳδός

См. также в других словарях:

  • λυρωδός — λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ ωδός, τραγ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • λυρῳδός — λυραοιδός one who sings to the lyre masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυραοιδός — λυραοιδός, ὁ, ἡ (Α) βλ. λυρωδός …   Dictionary of Greek

  • λυρωδία — λυρωδία, ἡ (Α) [λυρωδός] άσμα που τραγουδιέται με συνοδεία λύρας …   Dictionary of Greek

  • λυρωδώ — λυρῳδῶ, έω (Μ) [λυρωδός] παίζω λύρα και συγχρόνως τραγουδώ …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»