-
1 κιθαριστής
κιθαριστής, ὁ, der Citherspieler; H. h. 24, 3; Hes. Th. 95; Plat. Prot. 312 d u. öfter, wie bei den Folgdn, die es von κιϑαρῳδός so unterscheiden, daß dieser auch zur Cither singt, der κιϑαριστής aber bloß spielt, ψιλοὶ κιϑαρισταί, Ath. XIV, 638 a. Andere erklärten es = λυρῳδός.
-
2 λυρ-αοιδός
λυρ-αοιδός, ὁ, zsgzgn, λυρῳδός, der zur Lyra singt, Leiersänger, Sp., auch ἡ λυρ., Agath. 91 (VII, 612).
См. также в других словарях:
λυρωδός — λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ ωδός, τραγ ωδός] … Dictionary of Greek
λυρῳδός — λυραοιδός one who sings to the lyre masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυραοιδός — λυραοιδός, ὁ, ἡ (Α) βλ. λυρωδός … Dictionary of Greek
λυρωδία — λυρωδία, ἡ (Α) [λυρωδός] άσμα που τραγουδιέται με συνοδεία λύρας … Dictionary of Greek
λυρωδώ — λυρῳδῶ, έω (Μ) [λυρωδός] παίζω λύρα και συγχρόνως τραγουδώ … Dictionary of Greek
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek