-
21 λυρικῇ
-
22 λυρικήι
-
23 λυρικῆι
-
24 λυρικής
-
25 λυρικῆς
-
26 λυρικοίς
-
27 λυρικοῖς
-
28 λυρικού
-
29 λυρικοῦ
-
30 λυρικώ
-
31 λυρικῷ
-
32 φριμάσσομαι
1 gambol gloss. ad Ael., Hist. Anim., 6. 10, φριμάττεται· Πίνδαρος λυρικὸς ἐπὶ τῶν ἀγρίων αἰγῶν εἴρηκεν· οἷον σκιρτᾷ καὶ ἐπεγείρεται fr. 332. -
33 λυρώδης
λυρ-ώδης, ες, lyraartig, übh. = λυρικός, μέλη, lyrische Gedichte -
34 λῠρα
λῠ́ραGrammatical information: f.Meaning: `lyre', four(seven)stringed instrument, like the cithara (h. Merc. 423; Zumbach Neuerungen 11);Other forms: Ion. λύρηDerivatives: Diminut. λύριον (Ar.), λυρίς (Hdn. Gr.); further λυρικός `belonging to the lyre, lyre-player' (Phld., Plu.); λυρίζω `play the lyre' (Chrysipp.; cf. Schwyzer 736; for it mostly κιθαρίζω, s.v. Wilamowitz Glaube 1, 167 n. 1) with λυριστής `lyreplayer' (Plin.), - ίστρια f. (sch.), - ισμός `playing the lyre' (sch.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Technical LW [loanword] from the Mediterr. area; cf. on κιθάρα. IE etymologies in Fick 2, 237 (s. Bq and WP. 2, 406). Acc. to Grošelj, Živa Ant. 5,329. here also λυρτός, Epeirotic word for σκύφος (Seleuc. ap. Ath. 11, 500b), very uncertain. - Lat. LW [loanword] lyra; OHG līra \> Leier etc.Page in Frisk: 2,146Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λῠρα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λυρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικός — ή, ό (AM λυρικός, ή, όν) [λύρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύρα («λυρικῆς ἄκουε μούσης», Ανακρεόντ.) 2. φρ. α) «λυρική ποίηση» το είδος τής ποίησης με το οποίο εκφράζονται κυρίως υποκειμενικά συναισθήματα, απόψεις και βιώματα τού ποιητή … Dictionary of Greek
λυρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύρα. 2. αυτό που ψαλλόταν με τη συνοδεία λύρας: Λυρική ποίηση. 3. ποίημα που εκφράζει το συναισθηματικό κόσμο του ποιητή: Ο Πορφύρας είναι λυρικός ποιητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυρικά — λυρικός of neut nom/voc/acc pl λυρικά̱ , λυρικός of fem nom/voc/acc dual λυρικά̱ , λυρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικῶν — λυρικός of fem gen pl λυρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικόν — λυρικός of masc acc sg λυρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμοκρέων — Λυρικός ποιητής και αθλητής από τη Ρόδο. Επειδή τον εξόρισαν ως μηδίζοντα, σατίρισε δηκτικά τον Θεμιστοκλή. Σατίρισε επίσης τον ποιητή Σιμωνίδη, που του απάντησε με το επίγραμμα: «Πολλά πιών και πολλά φαγών και πολλά κακ’ ειπών ανθρώπους· κείμαι… … Dictionary of Greek
Φιλόδαμος — Λυρικός ποιητής από τη Σκάρφεια, (τέλη 4ου αι. π.Χ. – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Ήταν πρόξενος των Δελφών, και επί άρχοντα Ετυμώνδα (335 – 334 ή 325 – 324 π.Χ.) έγραψε έναν παιάνα προς τιμήν του Διονύσου, που διατηρήθηκε χαραγμένος πάνω σε πέτρα.… … Dictionary of Greek
λυρικοῖς — λυρικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικοί — λυρικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικοῦ — λυρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)