-
1 λυρικός
λυρικόςof: masc nom sg -
2 λυρικός
A of or for the lyre, lyric,μοῦσα Anacreont.2
B 2;τέχνη Plu.2.13b
;τὰ κωμικὰ καὶ τραγικὰ καὶ λ. Phld.Po.2.35
.II as Subst. λ., ὁ, lyrist, AP11.78 (Lucill.), Plu.Num.4; or, lyric poet, Cic.Orat.55.183, Plu.2.1142b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυρικός
-
3 λυρικός
lyricΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λυρικός
-
4 λυρικά
λυρικόςof: neut nom /voc /acc plλυρικά̱, λυρικόςof: fem nom /voc /acc dualλυρικά̱, λυρικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 λυρικόν
λυρικόςof: masc acc sgλυρικόςof: neut nom /voc /acc sg -
6 λυρικοί
λυρικόςof: masc nom /voc pl -
7 λυρικούς
λυρικόςof: masc acc pl -
8 λυρική
λυρικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 λυρικήν
λυρικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 λυρικών
-
11 λυρικῶν
-
12 λυρική
-
13 λυρικῇ
-
14 λυρικήι
-
15 λυρικῆι
-
16 λυρικής
-
17 λυρικῆς
-
18 λυρικοίς
-
19 λυρικοῖς
-
20 λυρικού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λυρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικός — ή, ό (AM λυρικός, ή, όν) [λύρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύρα («λυρικῆς ἄκουε μούσης», Ανακρεόντ.) 2. φρ. α) «λυρική ποίηση» το είδος τής ποίησης με το οποίο εκφράζονται κυρίως υποκειμενικά συναισθήματα, απόψεις και βιώματα τού ποιητή … Dictionary of Greek
λυρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύρα. 2. αυτό που ψαλλόταν με τη συνοδεία λύρας: Λυρική ποίηση. 3. ποίημα που εκφράζει το συναισθηματικό κόσμο του ποιητή: Ο Πορφύρας είναι λυρικός ποιητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυρικά — λυρικός of neut nom/voc/acc pl λυρικά̱ , λυρικός of fem nom/voc/acc dual λυρικά̱ , λυρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικῶν — λυρικός of fem gen pl λυρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικόν — λυρικός of masc acc sg λυρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμοκρέων — Λυρικός ποιητής και αθλητής από τη Ρόδο. Επειδή τον εξόρισαν ως μηδίζοντα, σατίρισε δηκτικά τον Θεμιστοκλή. Σατίρισε επίσης τον ποιητή Σιμωνίδη, που του απάντησε με το επίγραμμα: «Πολλά πιών και πολλά φαγών και πολλά κακ’ ειπών ανθρώπους· κείμαι… … Dictionary of Greek
Φιλόδαμος — Λυρικός ποιητής από τη Σκάρφεια, (τέλη 4ου αι. π.Χ. – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Ήταν πρόξενος των Δελφών, και επί άρχοντα Ετυμώνδα (335 – 334 ή 325 – 324 π.Χ.) έγραψε έναν παιάνα προς τιμήν του Διονύσου, που διατηρήθηκε χαραγμένος πάνω σε πέτρα.… … Dictionary of Greek
λυρικοῖς — λυρικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικοί — λυρικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρικοῦ — λυρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)