-
1 λυπουμένων
λῡπουμένων, λυπέωgrieve: pres part mp fem gen pl (attic epic doric)λῡπουμένων, λυπέωgrieve: pres part mp masc /neut gen pl (attic epic doric) -
2 παρ-ηγόρημα
παρ-ηγόρημα, τό, Zurede, Ermunterung; ἄτεγκτος παρηγορήμασιν, Aeschyl. in B. A. 6, 13; λυπουμένων, S. Emp. adv. mus. 18; Heilmittel, Sp., neben φάρμακα Plut. qua quis se ipse laud. 12 A.
-
3 παρηγορημα
-
4 παρηγόρημα
A exhortation, consolation,ἄτεγκτος παρηγορήμασιν A.Fr. 348
;π. βίου Ph.2.39
;λυπουμένων S.E.M.6.18
.2 remedy, Plu.2.543a (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρηγόρημα
См. также в других словарях:
λυπουμένων — λῡπουμένων , λυπέω grieve pres part mp fem gen pl (attic epic doric) λῡπουμένων , λυπέω grieve pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοφρυώνομαι — συνοφρυοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ [σύνοφρυς] νεοελλ. σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω αρχ. 1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ. β.… … Dictionary of Greek