-
1 λυπητικον
См. также в других словарях:
λυπητικόν — λυπητικός feeling pain masc acc sg λυπητικός feeling pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπητικός — λυπητικός, ή, όν (AM) [λυπώ] αυτός που αισθάνεται λύπη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.). επίρρ... λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)… … Dictionary of Greek