-
1 λυκοθαρσης
-
2 λυκοθαρσής
λῠκο-θαρσής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυκοθαρσής
-
3 λυκοθαρσής
λυκο-θαρσής, ές, wolfskühn, dreist wie ein Wolf -
4 λυκοθαρσή
λυκοθαρσήςnot fearing wolves: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)λυκοθαρσήςnot fearing wolves: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)λυκοθαρσήςnot fearing wolves: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
5 λυκοθαρσῆ
λυκοθαρσήςnot fearing wolves: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)λυκοθαρσήςnot fearing wolves: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)λυκοθαρσήςnot fearing wolves: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
λυκοθαρσής — και, κατά τον Ησύχ., λυκοθρασής, ές (Α) τολμηρός σαν λύκος, αυτός που έχει το θάρρος λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. δορυ θαρσής, κυνο θαρσής] … Dictionary of Greek
λυκοθαρσῆ — λυκοθαρσής not fearing wolves neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λυκοθαρσής not fearing wolves masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λυκοθαρσής not fearing wolves masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek