-
1 λυκιδείς
-
2 λυκιδεῖς
См. также в других словарях:
λυκιδεῖς — λυκιδεύς wolf s cub masc acc pl λυκιδεύς wolf s cub masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκιδεύς — ο (Α λυκιδεύς, έως) το νεογνό τού λύκου, λυκόπουλο («θρέψαι καὶ λυκιδεῑς, θρέψαι κύνας ὥς τυ φάγωντι», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] … Dictionary of Greek