Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

λούζ

  • 1 λούζω

    μετ.
    1) купать; мыть; 2) омывать (землю); 3) перен. устраивать головомойку, намыливать голову;

    λούζ γιά καλά — задать кому-л. как следует, задать кому-л. хорошую баню;

    τον έλουσα πατόκορφα я задал ему хорошую головомойку;

    λούζομαι

    1) — купаться, принимать ванну;

    2) мыть голову;
    3) обливать, окатывать водой;

    § λούζομαι στον ιδρωτα прям., перен. — сильно вспотеть, взмокнуть

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λούζω

См. также в других словарях:

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • Βαιθήλ — Αρχαία πόλη της Παλαιστίνης, με προηγούμενη ονομασία Λουζ ή Λουζά. Βρισκόταν στο όρος Εφραίμ, βόρεια της Ιερουσαλήμ, και αποτελούσε τον πρώτο γνωστό τόπο λατρείας των Ιουδαίων, που ίσως από τη ρωμαϊκή εποχή τον χρησιμοποιούσαν ήδη για… …   Dictionary of Greek

  • Γαρούνας — (La Garonne). Ποταμός (575 χλμ.) της Γαλλίας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Έχει συνολικό μήκος 650 χλμ. αν περιληφθεί και ο ποταμόκολπός του Ζιρόντ, λεκάνη απορροής 55.850 τ. χλμ. και μέσο όγκο των υδάτων που εκβάλλουν στη θάλασσα 180… …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»