-
1 λούζω
μετ.1) купать; мыть; 2) омывать (землю); 3) перен. устраивать головомойку, намыливать голову;γιά καλά — задать кому-л. как следует, задать кому-л. хорошую баню;τον έλουσα πατόκορφα я задал ему хорошую головомойку;1) — купаться, принимать ванну;λούζομαι
2) мыть голову;3) обливать, окатывать водой;§ λούζομαι στον ιδρωτα прям., перен. — сильно вспотеть, взмокнуть
-
2 λούζω
[лузо] ρ купать, мыть волосы. -
3 λούζω
yıkamak, banyo yaptırmak -
4 λούζω
baigner -
5 λούνω
см. λούζω -
6 λούω
см. λούζω
См. также в других словарях:
λούζω — λούζω, έλουσα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
λούζω — έλουσα, λούστηκα, λουσμένος 1. καθαρίζω με νερό το σώμα ή μέρη του: Το μωρό κλαίει κάθε φορά που το λούζω. 2. το μέσ., λούζομαι πλένω το κεφάλι μου ή κάνω λουτρό. 3. βρίζω, επιπλήττω αυστηρά: Με έλουσε με τα χειρότερα λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμολούζω — λούζω κάποιον με θερμό νερό … Dictionary of Greek
καλολούζω — λούζω κάποιον καλά, έτσι ώστε να καθαρίσει τελείως … Dictionary of Greek
άλουστος — και ανάλουστος, η, ο 1. αυτός που δεν λούστηκε στο κεφάλι 2. που δεν πλύθηκε στο πρόσωπο ή και σε όλο το σώμα, άνιφτος, άπλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λούζω ( ομαι). Ο τ. ανάλουστος < ανα στερητ. + λούζω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
αιματολουσία — η λουτρό αίματος, μεγάλη αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + λούζω] … Dictionary of Greek
αιματόλουστος — η ο λουσμένος, βουτηγμένος στο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + λούζω] … Dictionary of Greek
αλλούβια — τα (Γεωλ.) υλικά τα οποία αποθέτονται από ποταμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. μτγν. λατ. alluvia, πληθ. τού alluvium, ουδ. τού alluvius «αλλουβιακός» < λατ. alluo «κατακλύζω, πλημμυρίζω» < λατ. προθ. ad «προς» + luo… … Dictionary of Greek
ανάλουστος — η, ο ο άλουστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + λούζω] … Dictionary of Greek
απονίπτω — κ. νίβω (AM ἀπονίπτω, Α κ. νίζω) ξεπλένω νεοελλ. λούζω κάποιον σε τακτή μέρα αρχ. 1. αφαιρώ με πλύσιμο 2. ( ομαι) πλένω, καθαρίζω το σώμα μου ή ένα μέλος του («ἀπονιψάμενος τὸν πηλὸν τῶν ποδῶν», «τὸ πρόσωπον ἀπονίπτεσθαι δέον») … Dictionary of Greek