Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λοχ-ᾱγός

См. также в других словарях:

  • Κοραγοί — Κοραγοί, οἱ (Α) οι ιερείς που τελούσαν την εορτή τών Κοραγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόρη (προσωνυμία τής Περσεφόνης) + αγοί, πληθ. τού αγός (< ἀγός < ἄγω), πρβλ. λοχ αγός, στρατ αγός] …   Dictionary of Greek

  • ξεναγός — ο, η (ΑΜ ξεναγός, Α και ξενιαγός) πρόσωπο που αναλαμβάνει να οδηγήσει ξένους στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου νεοελλ. ξεναγέτης αρχ. 1. αρχηγός στρατού ξένων μισθοφόρων («ἐπεὶ δὲ συνετάχθησαν ὡς ἑκάστους οἱ ξεναγοὶ ἔταξαν», Ξεν.) 2. (στους… …   Dictionary of Greek

  • ουλαμαγός — ο στρατ. διοικητής ουλαμού, αξιωματικός επιφορτισμένος με καθήκοντα διοίκησης ουλαμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουλαμός + αγός (< άγω), πρβλ. λοχ αγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Ι. Πασχάλη] …   Dictionary of Greek

  • ουραγός — ο (Α οὐραγός) 1. ο αρχηγός τής ουραγίας, τής οπισθοφυλακής 2. ο τελευταίος σε σειρά ή σε κατάταξη νεοελλ. 1. στρ. υπαξιωματικός που τοποθετείται τελευταίος σε τμήμα το οποίο βρίσκεται σε πορεία 2. ναυτ. το τελευταίο πλοίο σχηματισμού ή νηοπομπής… …   Dictionary of Greek

  • σμηναγός — ο, Ν βαθμός κατώτερου αξιωματικού τής αεροπορίας ο οποίος αντιστοιχεί με τον βαθμό τού λοχαγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμήνος + αγός (< άγω), πρβλ. λοχ αγός] …   Dictionary of Greek

  • λόγχαγος — λόγχαγος, ὁ (Μ) λογχοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λοχ αγός, με πιθ. παρετυμολογική επίδραση τού λόγχη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»