-
1 λοχ-άρχης
λοχ-άρχης, ὁ, u. λόχ-αρχος, ὁ, = λοχαγός, erst Sp., die auch die Form λοχαρχέτης haben.
-
2 λοχ-αγωγός
λοχ-αγωγός, = λοχαγός, Argum. pind. N. 4.
-
3 λοχ-αγωγία
λοχ-αγωγία, ἡ, = λοχαγία, zw., vgl. Lob. Phryn. 430.
-
4 λοχ-ηγετέω
λοχ-ηγετέω, bei Her. 9, 53 alte v. l. für λοχηγέω.
-
5 λοχ-ηγέτης
λοχ-ηγέτης, ὁ, ion. = λοχαγέτης u. s. w., Her.
-
6 λοχ-ηγέω
-
7 λοχ-ᾱγός
λοχ-ᾱγός, ὁ, dor. u. att. statt des ion. λοχηγός, Anführer eines λόχος (w. m. f.), Rottenführer, Hauptmann, der als der Erste des Lochos ihn anführt, und wenn die Soldaten in einer langen Reihe hinter einander marschiren, vorangeht; Soph. Ant. 141; Eur.; Xen. An. u. Cyr. oft; Arr. Tact. p. 20. 33; als Officiere werden in der Regel nur genannt στρατηγοὶ καὶ λοχαγοί, vgl. Krüger zu Xen. An. 3, 1, 37. 6, 1, 2 u. Lac. 11, 4. Der röm. centurio, Plut. Cam. 37. Auch = curio, D. Hal. 2, 7. – Ueber die dor. Form in den Kriegsausdrücken, auch bei den Attikern, s. Lob. zu Phryn. 430.
-
8 λοχ-ᾱγέτης
λοχ-ᾱγέτης, ὁ, dor. u. att. statt λοχηγέτης = λοχᾱγός; Aesch. Spt. 42; Eur. Phoen. 681.
-
9 λοχ-ᾱγέω
-
10 λοχ-ᾱγία
-
11 ὑπο-λόχ-ᾱγος
ὑπο-λόχ-ᾱγος, ὁ, Unteranführer eines λόχος, Xen. An. 5, 2,13, scheint mit πεντηκοστήρ gleichbedeutend zu sein.
-
12 λοχαγενεῖς
λοχ-ᾱγενεῖς· ἡγεμόνες, στρατηγοί, ταξιάρχάι, ἄρχοντες τῆς ἐνέδρας, οἱ συνάγοντες τοὺς στρατιώτας, Hsch. (Perh. λοχαγερεῖς, from ἀγείρω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχαγενεῖς
-
13 λοχαγέτας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχαγέτας
-
14 λοχαγέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχαγέω
-
15 λοχαγία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχαγία
-
16 λοχαγός
II esp. commander of a company ( 100 men), captain, X.An.3.1.32, Ascl.Tact.2.2, PPetr. 3p.8 (iii B.C.), etc.; cf. ταξίαρχος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχαγός
-
17 λοχάδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχάδην
-
18 λοχάζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχάζομαι
-
19 λοχάω
A lie in wait for, waylay,Τηλέμαχον λοχόωντες 16.369
, cf. 4.847;ἦ μέν μιν λοχόωσι 13.425
;τὸν δὲ.. οἴκαδ' ἰόντα λοχῶσιν 14.181
;αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι 4.670
;ἐλόχησαν τὰς γυναῖκας Hdt.6.138
;σε.. λοχῶσιν.. Ἐρινύες S.Ant. 1075
.2 abs., lie in wait, ambush,ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι Il.18.520
;λοχᾷ ἐπὶ δένδρεον ἀναβάς Hdt.4.22
;πρὸς δόμοις λοχᾷς ἐμοῖς E.El. 225
;πρὸς τοῖσι βωμοῖς Pherecr.141
: but mostly in [tense] aor. part. with another Verb,ὄφρα.. σὸν παῖδα κατακτείνειε λοχήσας Od.22.53
;λοχήσαντες τὴν νέα εἷλον Hdt.6.87
, cf. 37;λοχήσας.. πολλοὺς διέφθειρεν Th.1.65
, cf. 3.94:—[voice] Med.,λοχησάμενος Od.4.388
, 463;ἐγγὺς ὁδοῖο λοχησάμενος 13.268
; later also λοχώμενος, λελοχημένος, in ambush, A.R.1.991, 3.7.3 c. acc. loci, occupy with an ambuscade,ἐλόχησαν τὴν ἐν Πηδάσῳ ὁδόν Hdt.5.121
.4 metaph., οἷον λοχῶντες τὴν πρὸς Ῥωμαίους φιλίαν laying a trap of friendship for them, Plb.3.40.6.—Rare in good [dialect] Att. (v. Th. ll. cc.), but freq. in late Prose, as Plb. l. c., D.H.2.55, al., Plu.Ant.46:—[voice] Pass., Epicur.Nat.15.22, J.BJ3.6.2:—[voice] Med. only in [dialect] Ep. -
20 λοχαῖος
A = λόχιος, λοχαίας ἐξ ἕδρας prob.l.in E.Alc. 846, cf. Artem.5.73 (as v.l. for λοχείους [δίφρους]) ; λ. ἔρως clandestine love, AP15.9 ([place name] Cyrus).II bearing down, like heavy ears of corn,λ. σῖτος Phot.
, cf. Hsch.; and so prob. in Thphr.CP3.21.5, 23.5: hence metaph., richly-blooming, Arat.1057.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχαῖος
См. также в других словарях:
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Christian sorority — ΔAΩ Delta Alpha Omega|| 2009 || 8 in MO, IL, MI, LA, TX, CA, OH, IN Sorority Year founded Active chapters colonies ΑΔΧ Alpha Delta Chi 1925 14 active in CA, GA, KY, IL, CO, OH, AL ΦΒΧ Phi Beta Chi 1975 9 in IN, TX, IA, NC, AZ ΣΦΛ Sigma Phi Lambda … Wikipedia
Κοραγοί — Κοραγοί, οἱ (Α) οι ιερείς που τελούσαν την εορτή τών Κοραγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόρη (προσωνυμία τής Περσεφόνης) + αγοί, πληθ. τού αγός (< ἀγός < ἄγω), πρβλ. λοχ αγός, στρατ αγός] … Dictionary of Greek
επιλόχειος — Λοιμώδης πάθηση, η οποία εμφανίζεται με πυρετό κατά την περίοδο της λοχείας της γυναίκας. Ο πυρετός, του οποίου προηγούνται ρίγη, εμφανίζεται την 3η ή την 4η ημέρα μετά τον τοκετό. Η ασθενής αισθάνεται μεγάλη αδιαθεσία με κοιλιακούς πόνους. Η… … Dictionary of Greek
θαλαμίτης — θαλαμίτης, ό (Α) κωπηλάτης τής κατώτατης σειράς εδωλίων τής αρχαίας τριήρους ο οποίος είχε τα πιο κοντά κουπιά και τη μικρότερη αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. ιτης (πρβλ. λοχ ίτης, οπλ ίτης)] … Dictionary of Greek
λόγχαγος — λόγχαγος, ὁ (Μ) λογχοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λοχ αγός, με πιθ. παρετυμολογική επίδραση τού λόγχη] … Dictionary of Greek
λόχμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 47 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Βίτσι. * * * η (Α λόχμη) μέρος δάσους στο οποίο… … Dictionary of Greek
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek