Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λοχαγοῦ

См. также в других словарях:

  • λοχαγοῦ — λοχᾱγοῦ , λοχαγέω lead a pres imperat mp 2nd sg (attic) λοχᾱγοῦ , λοχαγέω lead a imperf ind mp 2nd sg (attic) λοχᾱγοῦ , λοχαγός leader of an armed band masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχαγεύω — [λοχαγός] εκτελώ καθήκοντα λοχαγού, διοικώ λόχο αναπληρώνοντας τον λοχαγό χωρίς να έχω τον βαθμό τού λοχαγού …   Dictionary of Greek

  • υπολοχαγός — ο / ὑπολόχαγος, ΝΑ νεοελλ. στρ. βαθμός αξιωματικού τού στρατού ξηράς αμέσως ανώτερος τού ανθυπολοχαγού και αμέσως κατώτερος τού λοχαγού αρχ. αξιωματικός κατώτερος τού λοχαγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λοχαγός] …   Dictionary of Greek

  • έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • καλόγερος — I Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων. 2.… …   Dictionary of Greek

  • κτηνίατρος — ο (Μ κτηνίατρος) 1. ειδικός γιατρός που θεραπεύει τις ασθένειες τών κτηνών, που φροντίζει για την υγεία τών ζώων 2. αξιωματικός τού κτηνιατρικού κλάδου με βαθμό λοχαγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + ἰατρός] …   Dictionary of Greek

  • λοχαγία — λοχαγία, ἡ (Α) [λοχαγός] το αξίωμα, το λειτούργημα, η θέση τού λοχαγού («κατὰ μέρος δὲ αἱ ὑπὸ ταύτας τριηραρχίαι καὶ λοχαγίαι καὶ φυλαρχίαι καὶ ὅσα τούτων μόρια», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • μοίραρχος — ο 1. ναυτ. ανώτερος αξιωματικός τού πολεμικού ναυτικού, συνήθως πλοίαρχος, ο οποίος διοικεί μία μοίρα στόλου 2. στρ. διοικητής μοίρας πυροβολικού, ο οποίος φέρει συνήθως τον βαθμό τού αντισυνταγματάρχη 3. (σώμ. ασφ.) βαθμός αξιωματικού τής… …   Dictionary of Greek

  • μποϊκοτάζ — (boycottage). Άρνηση μιας κοινωνικής ομάδας να διατηρήσει σχέσεις, συνήθως οικονομικής μορφής, με κάποιο άτομο, επιχείρηση, ομάδα κλπ. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του λοχαγού Τζέιμς Μπόικοτ (Boycott), διαχειριστή των κτημάτων του κόμη του Eρν… …   Dictionary of Greek

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»