Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λοχαγεῖν

См. также в других словарях:

  • λοχαγεῖν — λοχᾱγεῖν , λοχαγέω lead a pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχαγώ — λοχαγῶ, έω, ιων. τ. λοχηγῶ (Α) [λοχαγός] 1. διοικώ λόχο, στρατιωτικό σώμα που αποτελούνταν συνήθως από 100 άνδρες («ἐπεὶ εἰ οὕτω γε τοῡτο ἔχει, ἔφη, οὐδὲ λοχαγεῑν ἡμῑν ἔξεστιν... ὅτι Ἀρκάδες ἐσμέν», Ξεν.) 2. απαρτίζομαι από λοχαγούς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»