-
1 λοχαγενεῖς
λοχ-ᾱγενεῖς· ἡγεμόνες, στρατηγοί, ταξιάρχάι, ἄρχοντες τῆς ἐνέδρας, οἱ συνάγοντες τοὺς στρατιώτας, Hsch. (Perh. λοχαγερεῖς, from ἀγείρω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχαγενεῖς
См. также в других словарях:
λοχαγενείς — λοχαγενεῑς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡγεμόνες, στρατηγοί, ταξιάρχαι, ἄρχοντες τῆς ἐνέδρας, οἱ συνάγοντες τοὺς στρατιώτας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένη γραφή αντί τού λοχαγερεῖς < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + ἀγείρω «συγκεντρώνω»] … Dictionary of Greek