-
1 λοχίη
-
2 λοχίῃ
Βλ. λ. λοχίη -
3 λοχίηι
λοχίῃ, λόχιοςof: fem dat sg (epic ionic) -
4 λόχιος
A of or belonging to child-birth, λ. νοσήματα childbed, E. El. 656;ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Id.Ba.89
(lyr.), cf. Ion 452 (lyr.); λόχιαι.. Μοῖραι prob. in Id.IT 206 (lyr.);λοχίης ἐκ νηδύος A.R.4.706
.b λόχιαι, αἱ, = λοχεῖαι, Euph.9.11.II Λοχία, ἡ, epith. of Artemis, E.IT 1097, Supp. 958 (both lyr.), cf. SIG1219.33 (Gambreum, iii B.C.):—also [full] Λοχεία, q.v.III λόχια, τά, discharge after child-birth, Hp.Nat. Puer.18, Arist.HA 573a9 (ἡ λοχίη κάθαρσις Hp.Mul.1.29
, al.).2 child-birth, AP7.375 (Antiphil.), 9.311 (Phil.).
См. также в других словарях:
λοχίη — λόχιος of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίῃ — λόχιος of fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίηι — λοχίῃ , λόχιος of fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχιος — α, ο (Α λόχιος, ία, ον, θηλ. και ίη) [λόχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχια τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχεία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό… … Dictionary of Greek