Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λοχίας

См. также в других словарях:

  • λοχιάς — λοχιάς, άδος, ἡ (Α) (για την Εκάτη) η προστάτιδα τής λοχείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «γέννα, τοκετός» + κατάλ. ιάς (πρβλ. σχεδ ιάς, τυμβ ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • λοχίας — ο στρατ. υπαξιωματικός τού στρατού ξηράς μεταξύ τών βαθμών τού επιλοχία και τού δεκανέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + κατάλ. ίας (πρβλ. κτηματ ίας, σμηνίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • λοχίας — ο υπαξιωματικός του στρατού ξηράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοχίας — λοχίᾱς , λόχιος of fem acc pl λοχίᾱς , λόχιος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NATO-Rangcode — Der NATO Rangcode, der im Standardization Agreement 2116 (STANAG) definiert ist, dient der Vergleichbarkeit der Dienstgrade der verschiedenen Streitkräfte der 28 Mitgliedsstaaten der NATO. Er besteht aus einer Buchstaben Ziffern Kombination …   Deutsch Wikipedia

  • Pythagoras Papastamatiou — (Greek: Πυθαγόρας Παπασταματίου, 1930 November 15, 1979) which was known by the name Pythagoras was a Greek writer, scenariographer and a theatrical writer. Biography He was born in 1930 in Agrinio where he lived until when he was 18. His family… …   Wikipedia

  • επιλοχίας — ο [λοχίας] βαθμός υπαξιωματικού τού στρατού μεταξύ λοχία και ανθυπασπιστή …   Dictionary of Greek

  • ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… …   Dictionary of Greek

  • σιτιστής — ο, ΝΜ [σιτίζω] νεοελλ. στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας τού λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης τής αντίστοιχης μονάδας μσν. ο σιτευτής* …   Dictionary of Greek

  • συσσιτιάρχης — ο, Ν στρ. υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας, υπεύθυνος τού λόχου για την παρασκευή τού συσσιτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συσσίτιο + άρχης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • τσίρκο — Θέαμα που συνίσταται βασικά σε επιδείξεις ακροβατών και γυμνασμένων ζώων, οι οποίες γίνονται σε ειδικά οικοδομήματα, μόνιμα ή προσωρινά, με μια κυκλική πίστα στο κέντρο. Μολονότι το όνομά του θυμίζει τα ρωμαϊκά θεάματα του circus (η λέξη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»