Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

λουτροῦ

См. также в других словарях:

  • λουτροῦ — λουτρόν bath neut gen sg λουτρόομαι bathe pres imperat mp 2nd sg λουτρόομαι bathe imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παναγία Λουτρού — Ναός της Θεοτόκου (Ζωοδόχου Πηγής) στον παράλιο οικισμό Λουτρό των Σφακιών της Κρήτης. Στον ναό αυτό συγκροτήθηκαν συνελεύσεις των κατοίκων των Σφακιών στις 14 Απριλίου 1821 και στις 21 Μαΐου του ίδιου χρόνου. Στις συνελεύσεις αυτές αποφασίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • банѧ — БАН|Ѧ (97), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Источник (по преимуществу теплый): врачь не ѥгда по раѥмъ и по цвѣ||томъ водить стражюща˫а, и по банѩмъ, и по стоуденица(м) (εἰς βαλανεῖα) Пч к. XIV, 109 109 об.; Ростиславъ. пошелъ бѣ к Галичю слышавъ же. приѩтье… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… …   Dictionary of Greek

  • θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • πριβατάριος — και πιθ. δ. ανάγν. πριβάριος, ὁ, Α ιδιοκτήτης ιδιωτικού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. (balneator) privatarius «ιδιοκτήτης ιδιωτικού λουτρού»] …   Dictionary of Greek

  • λακωνικό — Είδος στεγνού λουτρού με εφίδρωση το οποίο οι Ρωμαίοι εισήγαγαν και στην Ελλάδα στο τέλος της Δημοκρατίας. Το χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα έπειτα από υπερβολική οινοποσία για να συνέλθουν, προκαλώντας σοβαρή εφίδρωση. Το είδος αυτό του στεγνού… …   Dictionary of Greek

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • Возрождение богословское понятие — (άναγέννησις, παλινγενεσία, regeneratio, Wiedergeburt) широкое по смыслу и значению богословское понятие. Догматика обозначает словом возрождение, в тесном смысле, плоды и благодатные действия в человеке крещения. В крещении подается человеку не… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Возрождение, богословское понятие — (άναγέννησις, παλινγενεσία, regeneratio, Wiedergeburt) широкое по смыслу и значению богословское понятие. Догматика обозначает словом возрождение, в тесном смысле, плоды и благодатные действия в человеке крещения. В крещении подается человеку не… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»