-
1 λουστραρίζω
μετ. начищать, натирать до блеска, лощить, полировать;τα παπούτσια μου — начистить ботинки -
2 λουστράρω
(αόρ. (ε)λούστραρα) см. λουστραρίζω -
3 λουστρίζω
(αόρ. (β)λούστρισα) см. λουστραρίζω
См. также в других словарях:
λουστραρίζω — λουστράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού λουστράρω, σχηματισμένος από τον αόρ. ἐλουστράρησα (πρβλ. λουστράρω, ἐλουστράρησα: λουστραρίζω), που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
λουστραρίζω — λουστράρισα, λουστραρισμένος, και λουστράρω λούστραρα (λ. ιταλ.), γυαλίζω, βερνικώνω: Ο επιπλοποιός λουστράρισε την τραπεζαρία μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λουστράρισμα — το [λουστραρίζω] επάλειψη με λούστρο, στίλβωμα, γυάλισμα … Dictionary of Greek
λουστρίζω — λούστρισα, γυαλίζω, βερνικώνω, λουστραρίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)