-
1 лось
[λός'] ουσ. α. άλκη -
2 лось
[λός'] ουσ α άλκη -
3 Лос-Анджелес
-
4 кузнечик
зоол. το τριζόνι, ο γρύ(λ)λος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кузнечик
-
5 нивелир-теодолит
το αλφάδι-θεοδόλι-λος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нивелир-теодолит
-
6 высокий
высокий 1) (υ) ψηλός; μεγάλος (большой) \высокийого роста υψηλού αναστήματος' \высокийое давление η υψηλή πίεση·\высокийая температура (у больного) о ( μεγάλος) πυρετός \высокийие цены οι υψηλές τιμές 2) (превосходный) ανώτερος, άριστος ◇ \высокийие договаривающиеся сто роны дип. τα υψηλά συμβαλ λόμενα μέρη \высокий гость о υψη λός ξένος* * *1) (υ)ψηλός; μεγάλος ( большой)высо́кийого ро́ста — υψηλού αναστήματος
высо́кийое давле́ние — η υψηλή πίεση
высо́кийая температу́ра (у больного) — о (μεγάλος) πυρετός
высо́кийие це́ны — οι υψηλές τιμές
2) ( превосходный) ανώτερος, άριστος••Высо́кие Догова́ривающиеся Сто́роны — дип. τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη
высо́кий гость — ο υψηλός ξένος
-
7 годный
годный χρήσιμος κατάλλη λος (подходящий) έγκυρος, ισχυρός (о билете, докумен те) \годный для питья πόσιμος* * *χρήσιμος; κατάλληλος ( подходящий); έγκυρος, ισχυρός (о билете, документе)го́дный для питья́ — πόσιμος
-
8 друг
I друг Ι м (приятель) о φί λος II друг II: \друг друга о ένας τον άλλο \друг за другом о ένας πίσω από τον άλλο \друг против друга о ένας ενάντια στον άλλο \друг с другом о ένας με τον άλλο* * *I м( приятель) ο φίλοςIIдруг дру́га — ο ένας τον άλλο
друг за дру́гом — ο ένας πίσω από τον άλλο
друг про́тив дру́га — ο ένας ενάντια στον άλλο
друг с дру́гом — ο ένας με τον άλλο
-
9 вьюн
вьюнм (рыба) ὁ κυβίτης, ὁ νημάχει-λος:морской \вьюн ὁ γόγγρος· ◊ виться \вьюном вокруг кого-л. κολακεύω κάποιον. -
10 гейзер
гейзерм геол. ὁ θερμοπΐδαξ, ὁ δέλ-λος. -
11 двояковогнутый
двояковогнутыйприл физ. ἀμφίκοι-λος. -
12 душевный
душевн||ыйприл1. (относящийся к душе) ψυχικός / ήθικός (духовный):\душевныйое спокойствие ἡ ψυχική ἡρεμία· \душевныйая боль ἡ ψυχική ὁδύνη· \душевныйое потрясение ὁ ψυχικός κλονισμός· \душевныйая борьба ἡ ἐσωτερική πάλη·2. (сердечный, искренний) ἐγκάρδιος, είλικρινής, ἀνυπόκριτος, ἄδο-λος:\душевныйая беседа ἡ ἐγκάρδια συνομιλία· \душевный человек ὁ ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· ◊ \душевныйая болезнь ἡ ψυχική ἀσθένεια, ἡ φρενοπάθεια, ἡ φρενοβλάβεια. -
13 златоглавый
златоглавыйприл поэт. χρυσοκέφα-λος. -
14 каннибал
каннибалж прям., перен ὁ καννίβα-λος. -
15 кларнет
кларнетм муз. τό κλαρίνο, ὁ εὐθύαυ-λος. -
16 легкий
легк||ийприл ἐλαφρός, ἀβαρής / ἐΰκο-λος (нетрудный)! εὐστροφος, εὐκίνητος, σβέλτος (проворный):\легкийая работа ἡ ἐλαφριά δουλειά· \легкийое наказание ἡ ἐλαφρά ποινή, ἡ μικρή τιμωρία· \легкий завтрак τό ἐλαφρό[ν] πρόγευμα· \легкийое вино τό ἐλαφρό κρασί· \легкийое чтение τό εὐκολο ἀνάγνωσμα· \легкийая промышленность ἡ ἐλαφρά βιομηχανία· ◊ \легкий характер ὁ βολικός (или καλοβολος) χαρακτήρας· \легкийая атлетика спорт. ὁ ἀθλητισμός στίβου· с\легкийим сердцем μέ ἐλαφριά καρδιά. -
17 невысокий
невысок||ийприл1. χαμηλός / κοντός (о росте)·2. (небольшой) μικρός, χαμη-λος / εὐτελής, προσιτός (о цене)·3. (посредственный) κακός, εὐτελής:товар \невысокийого ка́чества ἐμπόρευμα κατώτερης ποιότητας· я \невысокийого мнения о нем δέν ἔχω μεγάλη ἐκτίμηση γι ' αὐτόν. -
18 порочный
пороч||ныйприл1. διεφθαρμένος, ἀκόλαστος, φαῦ-λος·2. черен. λανθασμένος, ἐσφαλμένος:\порочныйный метод ἡ ἐλαττωματική μέθοδος· ◊ \порочныйный круг ὁ φαῦλος κύκλος. -
19 пустоголовый
пустоголовыйприл разг κουφιοκέφα-λος, ἀνόητος. -
20 скорострельный
скорострельныйприл воен. ταχυβό-λος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λος Άντζελες — (Los Angeles). Πόλη (3.694.820 κάτ. το 2000) των Ηνωμένων Πολιτειών, στο νότιο τμήμα της πολιτείας της Καλιφόρνια. Το Λ.Ά. βρίσκεται στην ακτή του Ειρηνικού ωκεανού, σε μία μικρή πεδιάδα, περικλεισμένη στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της από βουνά … Dictionary of Greek
Λος Μιγιάρες — (Los Millares ή Los Mijares). Τοποθεσία στην Αλμερία της νότιας Ισπανίας, όπου κατά τους προϊστορικούς χρόνους (χαλκολιθική περίοδος, δεύτερο μισό 3ης χιλιετίας π.Χ.) υπήρχε ένας αρκετά εκτεταμένος οικισμός, ο οποίος περιβαλλόταν από τείχος και… … Dictionary of Greek
χαμ(π)λός — ή, ό, Ν βλ. χαμηλός … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek
Καλιφόρνια — I (California). Πολιτεία (411.047 τ. χλμ., 35.116.033 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, πρώτη σε πληθυσμό και τρίτη σε έκταση μετά την Αλάσκα και το Τέξας. Συνορεύει με τις πολιτείες Όρεγκον στα Β, Νεβάδα στα Α, Αριζόνα στα… … Dictionary of Greek
τραυλός — ή, ό / τραυλός, ή, όν, ΝΜΑ, και τρευλός, ή, ό, Ν αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός νεοελλ. βραδύγλωσσος αρχ. (για χελιδόνι) αυτό που τερετίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό α (χαρακτηριστικό για λ. τού… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek