Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λοπητός

См. также в других словарях:

  • λοπητός — λοπητός, ὁ (Α) [λοπώ] η περίοδος κατά την οποία ο φλοιός τών δέντρων φουσκώνει και ξεφλουδίζεται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • λοπητῷ — λοπητός the time of bark peeling off masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοπητόν — λοπητός the time of bark peeling off masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»