-
1 λοξως
-
2 λοξώς
-
3 λοξῶς
-
4 λόξως
λοξόωmake slanting: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
5 λοξός
A slanting, crosswise, Hp.Off.11; λοξή (sc. γραμμή), ἡ, a cross-line, E.Fr.382.9; λοξὰ βαίνειν, of a crab, Babr.109.1;λ. ὄφις Call.Epigr.26
; ὁ λ. κύκλος the ecliptic, Arist.Metaph. 1071a16, Cleanth.Stoic.1.112, Arat.527, Gem.5.51, Cleom.1.4, Ptol.Alm.1.8 (withoutκύκλος Plot.5.8.7
); of the milky way, Gem.5.68;τῶν ἀστέρων λ. γίνεται φορά Arist.Mete. 342a27
;λ. δρόμος Diog.Oen.8
;λ. πορείας σχῆμα Plu.Phoc.2
; λ. φάλαγξ, a phalanx of which one wing is in advance of the other, Ascl.Tact.10.1, Onos.21.8, Ael.Tact.30.3; λ. ζῴδια, i.e. λοξῶς ἀνατέλλοντα, Heph.Astr.3.1; οἱ λ. μύες the oblique abdominal muscles, Gal.2.518, al.; λ. τῇ θέσει πρός τι at an acute angle to it, Thphr.Sens.73, cf. Arist.Mu. 393b15. Adv. -ξῶς, τὰ λοξὰ [ἐπιδεῖν] Hp.l.c.2 of suspicious looks, λοξὸν ὄμμασιν βλέπειν τινά look askance at one, Anacr.75.1;λοξὸν ὀφθαλμοῖς ὁρᾶν Sol.34
;ὄμμασι λοξὰ βλέποισα Theoc.20.13
;λοξῷ ὄμματι ἰδεῖν A.R.4.475
; οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει Zeus has not yet turned his neck aside, i.e. withdrawn his favour, Tyrt.11.2; but αὐχένα λοξὸν ἔχει, of a slave, as type of dishonesty, Thgn.536: hence metaph., mistrustful, suspicious, in Adv. [comp] Comp. - ότερον, ἔχειν πρός τινα Plb.4.86.8
.3 of language, indirect, ambiguous, esp. of oracles, Lyc.14, 1467, Luc. Alex.10; λοξὰ ἀποκρίνασθαι Id.D Deor.16.1; ἐν τοῖς χρησμοῖς λ., of Apollo, Id.JTr.28. (Cf. λέχριος.) -
6 μεθελκυστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθελκυστέον
См. также в других словарях:
λοξώς — (AM λοξῶς) επίρρ. βλ. λοξός … Dictionary of Greek
λοξῶς — λοξός slanting adverbial λοξόω make slanting pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόξως — λοξόω make slanting imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek
HECAERGE — nympha Claud. in 2. Cons. Stilich. Carm. 24. v. 253. Metuenda feris Hecaerge Et soror, optatum numen venantibus, Opis. Callimach. Οὖπις το Λοξώ τε καὶ εὐαίων Ε῾καέργη. Nic. Lloyd. Eadem cum Hecate, Voss. Sicut enim Apollo Ε῾κάεργος quasi ὁ τὰ… … Hofmann J. Lexicon universale
λοξοεργώ — λοξοεργῶ, έω (Μ) εργάζομαι λοξά ή κάνω κακές πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + εργῶ (< εργός < ἔργον), πρβλ. λιν εργώ, συν εργώ] … Dictionary of Greek
λοξονοώ — λοξονοῶ, έω (Μ) έχω στραβές σκέψεις, δεν σκέπτομαι ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + νοῶ (πρβλ. κατα νοώ, ομο νοώ)] … Dictionary of Greek
λοξοτομώ — τέμνω κάτι λοξά, λοξοτέμνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο τομώ, σφυρο τομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν τής ελληνικής γλώσσης τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
πλαγιοφορούμαι — έομαι, Α κείμαι λοξώς, πλαγίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φοροῦμαι «μεταφέρομαι, φέρομαι»] … Dictionary of Greek
φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά … Dictionary of Greek