Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λοξότητα

  • 1 λοξότητα

    [-ης (-ητος)] η косое направление, кривизна

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λοξότητα

  • 2 λοξότητα

    λοξότης
    obliquity: fem acc sg

    Morphologia Graeca > λοξότητα

  • 3 λοξότητα

    obliquity

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λοξότητα

  • 4 obliquity

    λοξότητα

    English-Greek new dictionary > obliquity

  • 5 перекос

    το στράβωμα, η λοξότητα
    - изображения η παραμόρφωση της εικόνας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекос

  • 6 кривизна

    кривизна
    ж ἡ καμπυλότητα [-ης], ἡ κυρτότητα [-ης], ἡ λοξότητα [-ης].

    Русско-новогреческий словарь > кривизна

  • 7 λόξα

    η
    1) странность, причуда, чудачество;

    έχω πολλές λόξες — быть со странностями;

    είμαι λόξα — быть странным, чудаковатым; — быть чокнутым;

    ο καθένας έχει τίς λόξες του — всякий

    по-своему с ума сходит;
    2) см. λοξότητα; 3) клин (материи или земли)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λόξα

  • 8 skew correlation

    French\ \ corrélation dissymétrique; corrélation asymétrique
    German\ \ schiefe Korrelation
    Dutch\ \ scheve correlatie
    Italian\ \ correlazione asimmetrica
    Spanish\ \ correlación asimétrica
    Catalan\ \ correlació assimètrica
    Portuguese\ \ correlação assimétrica
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ συσχέτιση λοξότητα
    Finnish\ \ vino korrelaatio
    Hungarian\ \ ferde korreláció
    Turkish\ \ çarpık korelasyon
    Estonian\ \ asümmeetriline korrelatsioon
    Lithuanian\ \ įkypoji koreliacija
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ korelacja skośna
    Ukrainian\ \ асиметрична кореляція
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ skekkja fylgni
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ ارتباط ملتو
    Afrikaans\ \ skewe korrelasie
    Chinese\ \ 斜 对 相 关
    Korean\ \ 반상관

    Statistical terms > skew correlation

  • 9 skew distribution

    French\ \ distribution asymétrique; distribution dissymétrique
    German\ \ schiefe Verteilung
    Dutch\ \ scheve verdeling
    Italian\ \ distribuzione asimmetrica
    Spanish\ \ distribución asimétrica
    Catalan\ \ distribució assimètrica
    Portuguese\ \ distribuição assimétrica
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ skæv fordeling
    Norwegian\ \ skjev fordeling
    Swedish\ \ sned fördelning
    Greek\ \ διανομής λοξότητα
    Finnish\ \ vino jakauma
    Hungarian\ \ ferde eloszlás
    Turkish\ \ çarpık dağılım
    Estonian\ \ asümmeetriline jaotus
    Lithuanian\ \ įkypasis skirstinys
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ rozkład skośny; rozkład asymetryczny
    Russian\ \ скошенное распределение; несимметричное распределение
    Ukrainian\ \ несиметричний розподіл
    Serbian\ \ асиметричан распоред
    Icelandic\ \ skekkt dreifing; skeif dreifing; ósamhverf dreifing
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ tozi-e chowle
    Persian-Farsi\ \ توزيع چوله
    Arabic\ \ توزيع ملتو
    Afrikaans\ \ skewe verdeling
    Chinese\ \ 偏 斜 分 布
    Korean\ \ 기운 분포

    Statistical terms > skew distribution

  • 10 skew-normal distribution

    French\ \ distribution normale asymétrique
    German\ \ schief-normale Verteilung
    Dutch\ \ scheve normaalverdeling
    Italian\ \ distribuzione normale asimmetrica
    Spanish\ \ distribución normal asimétrica
    Catalan\ \ distribució normal assimètrica
    Portuguese\ \ distribuição normal-assimétrica
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ skæv normalfordeling
    Norwegian\ \ skjev-normal fordeling
    Swedish\ \ sned normalfördelning
    Greek\ \ λοξότητα-κανονική κατανομή
    Finnish\ \ vino-normaalijkauma
    Hungarian\ \ -
    Turkish\ \ eğri-normal dağılım
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ -
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ funkcja rozkładu spektralnego
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ асиметричан-нормалан распоред
    Icelandic\ \ skekkt normaldreifing; skeif normaldreifing; ósamhverf normaldreifing
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ توزيع چوله‌نرمال
    Arabic\ \ توزيع ملتو طبيعي
    Afrikaans\ \ skeefnormaalverdeling
    Chinese\ \ -
    Korean\ \ 반정규분포

    Statistical terms > skew-normal distribution

  • 11 диагональ

    θ.
    1. διαγώνια γραμμή.
    2. (γω ύφασμα) λοξότητα, ψαροκόκκαλο.
    εκφρ.
    пои – διαγώνια, λοξά.

    Большой русско-греческий словарь > диагональ

  • 12 откос

    α.
    1. πλαγιά, κλιτύς κλίση, κατωφέρεια•

    откос холма η πλαγιά του λόφου.

    || η πλευρική κλίση του όρόμου.
    2. επικλινές μέρος•

    оконный откос το επικλινές μέρος του παράθυρου.

    3. πλαγιότητα, λοξότητα.
    εκφρ.
    пустить поезд под откос – εκτροχιάζω το τρένο στην πλαγιά.

    Большой русско-греческий словарь > откос

  • 13 перекошенность

    θ.
    στρεβλότητα, σκέβρωμα• ασυμμετρία• λοξότητα.

    Большой русско-греческий словарь > перекошенность

См. также в других словарях:

  • λοξότητα — η (Α λοξότης, ητος) [λοξός] η ιδιότητα τού λοξού, η πλάγια διεύθυνση («ἥ τε γὰρ λοξότης τῆς διαμέτρου ἧττον ἀπελέγχεται», Στράβ.) νεοελλ. 1. ιδιοτροπία, παραξενιά, ανισορροπία 2. (φρ. αστρον. «η λοξότητα τής εκλειπτικής» η γωνία που σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

  • λοξότητα — λοξότης obliquity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγκυλώ — καταγκυλῶ, όω (Α) 1. (για τις τρίχες τού κεφαλιού) κάνω κάτι κυματώδες, «κατσαρώνω» 2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὸ κατηγκυλωμένον η λοξότητα, η στρεβλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγκυλῶ (< ἀγκύλος)] …   Dictionary of Greek

  • λόξα — η 1. η ιδιότητα τού λοξού, η λοξότητα 2. τεμάχιο υφάσματος κομμένο λοξά 3. στενό τεμάχιο εδάφους που έχει πλευρές που τέμνονται λοξά 4. ιδιότροπη αντίληψη, ιδιοτροπία, παραξενιά («ο καθένας έχει τις λόξες του») 5. φρ. «είναι λόξα» είναι… …   Dictionary of Greek

  • λόξευμα — και λόξεμα, το (Α λόξευμα) [λοξεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λοξεύω, λοξότητα, κλίση προς τα πλάγια …   Dictionary of Greek

  • λόξις — λόξις, ἡ (Α) [λοξός] λοξότητα …   Dictionary of Greek

  • πλαγιασμός — ὁ, ΜΑ [πλαγιάζω] (για την τροχιά τού Ηλίου) πλάγια διεύθυνση, λοξότητα, πλαγιότητα αρχ. 1. (στη μαιευτική) η πλάγια εμφάνιση τού εμβρύου 2. γραμμ. α) η χρήση τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων β) κλίση ονομάτων ή ρημάτων 3. μτφ. απάτη, δόλος …   Dictionary of Greek

  • έγκλιση — η 1. η κλίση, το γέρσιμο, η λοξότητα. 2. (γραμμ.) έγκλιση τόνου, το χάσιμο ή το ανέβασμα του τόνου των μονοσύλλαβων εγκλιτικών λέξεων (μου με μας, σου σε σας, τος τον τους, τη τες τα κτλ.) στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης: Φέρε μου τα δώρα σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»