-
1 λοιπογραφέω
A allow to remain in arrear, carry over a debt, PPetr.3p.154 (iii B. C.), PTeb.112.34, al. (ii B. C.), CIG2335.23 (Delos, i B. C.), BGU 362 iii 21, al. (iii A. D.), Nech. ap. Vett.Val.279.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοιπογραφέω
-
2 λοιπογραφή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοιπογραφή
-
3 λοιπογραφία
λοιπογρᾰφ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοιπογραφία
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский