1 λοιπασμος
(Luc. - v. l. ἐλλειπασμός)
Древнегреческо-русский словарь > λοιπασμος
λοιπασμός — λοιπασμός, ὁ (Α) [λοιπάζω] καθυστέρηση πληρωμής χρέους … Dictionary of Greek