-
1 λοιπασμος
-
2 λοιπασμός
λοιπ-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοιπασμός
-
3 ἐλλειπασμός
A f.l. for λοιπασμός (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλλειπασμός
См. также в других словарях:
λοιπασμός — λοιπασμός, ὁ (Α) [λοιπάζω] καθυστέρηση πληρωμής χρέους … Dictionary of Greek