Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λοιμότης

См. также в других словарях:

  • λοιμότης — λοιμότης, ητος, ἡ (Α) [λοιμός] φθοροποιός κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • λοιμότης — pestilent condition fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμότητι — λοιμότης pestilent condition fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • ԺԱՆՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0833 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c գ. ԺԱՆՏՈՒԹԻՒՆ ԺԱՆԴՈՒԹԻՒՆ. λοιμότης, λύμη, πονηρία pestilentia, noxa, exitium, lues, malitia Գործ ժանդից. ժանտագործութիւն. վնասակարութիւն. չարութիւն անզգամութիւն. վատթարութիւն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»