-
1 λοιμώδης
λοιμώδηςpestilential: masc /fem acc pl (attic epic doric)λοιμώδηςpestilential: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)λοιμώδηςpestilential: masc /fem nom sg -
2 λοιμωδης
-
3 λοιμώδης
ης, ωδές заразный; инфекционный;λοιμώδης νόσος — или λοιμωδές νόσημα — инфекционное заболевание
-
4 λοιμώδης
[лимодис] επ заразный. -
5 λοιμώδης
λοιμ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοιμώδης
-
6 λοιμώδης
λοιμ-ώδης, ες, pest-, seuchenartig -
7 λοιμωδέστερον
λοιμώδηςpestilential: adverbial compλοιμώδηςpestilential: masc acc comp sgλοιμώδηςpestilential: neut nom /voc /acc comp sg -
8 λοιμώδει
λοιμώδηςpestilential: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)λοιμώδηςpestilential: masc /fem /neut dat sgλοιμώδεϊ, λοιμώδηςpestilential: dat sg (epic) -
9 λοιμώδη
λοιμώδηςpestilential: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)λοιμώδηςpestilential: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)λοιμώδηςpestilential: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
10 λοιμωδέστατον
λοιμώδηςpestilential: masc acc superl sgλοιμώδηςpestilential: neut nom /voc /acc superl sg -
11 λοιμώδεα
λοιμώδηςpestilential: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)λοιμώδηςpestilential: masc /fem acc sg (epic ionic) -
12 λοιμώδεις
λοιμώδηςpestilential: masc /fem acc plλοιμώδηςpestilential: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
13 λοιμώδεες
λοιμώδηςpestilential: masc /fem nom /voc pl (epic ionic) -
14 λοιμώδεος
λοιμώδηςpestilential: masc /fem /neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
15 λοιμώδεσι
λοιμώδηςpestilential: masc /fem /neut dat pl -
16 λοιμώδεσιν
λοιμώδηςpestilential: masc /fem /neut dat pl -
17 λοιμώδους
λοιμώδηςpestilential: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric) -
18 λοιμώδες
-
19 λοιμῶδες
-
20 στροβέω
στροβέω, auch στρομβέω u. στρομβόω, einen Kreisel drehen, im Kreise herumdrehen, herumtreiben, und übertr., beunruhigen, τίνες σὲ δόξαι στροβοῠσιν; Aesch. Ch. 1052, vgl. Ag. 1189; οἵοισιν ἐν χειμῶσι στροβούμεϑα, Ch. 201; στρόβει, Ar. Equ. 385, wie Vesp. 1528; πάντα τρόπον τε σαυτὸν στρόβει πυκνώσας, Nubb. 692; στροβήσεται ὄμματα, Ran. 816, er wird seine Augen rollen; u. in späterer Prosa häufiger, νόσος λοιμώδης ἐστροβησε τὴν Ῥώμην, Plut. Num. 13; u. pass., ἐστροβεῖτο νύκτωρ καὶ μεϑ' ἡμέραν περὶ το ύτων διανοούμενος, Pol. 24, 8, 13.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λοιμώδης — pestilential masc/fem acc pl (attic epic doric) λοιμώδης pestilential masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λοιμώδης pestilential masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμώδης — ες (AM λοιμώδης, ώδες) [λοιμός] (για νόσο) αυτός που συνοδεύεται από συμπτώματα λοιμού, αυτός που μοιάζει με λοιμό, θανατηφόρος («βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα ἡ λοιμώδης νόσος», Θουκ.) νεοελλ. φρ. «λοιμώδης νόσος» νόσος που μεταδίδεται με… … Dictionary of Greek
λοιμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, μολυσματικός: Προσβλήθηκε από λοιμώδη ασθένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοιμώδης αρθρίτιδα — Ασθένεια των αρθρώσεων, η οποία είναι αποτέλεσμα προσβολής από βακτηρίδια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της γονόρροιας, του τύφου και της σαλμονέλας … Dictionary of Greek
λοιμωδέστερον — λοιμώδης pestilential adverbial comp λοιμώδης pestilential masc acc comp sg λοιμώδης pestilential neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμώδει — λοιμώδης pestilential masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λοιμώδης pestilential masc/fem/neut dat sg λοιμώδεϊ , λοιμώδης pestilential dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμώδη — λοιμώδης pestilential neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λοιμώδης pestilential masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λοιμώδης pestilential masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμαλίτιδα — Λοιμώδης νόσος, που οφείλεται σε διηθητό ιό και παρατηρείται κυρίως σε αγελάδες και άλογα, γνωστή και ως ευλογιά της αγελάδας. Στο μέρος όπου ενοφθαλμίζεται ο ιός, εμφανίζονται φλύκταινες (φουσκάλες), ενώ τα γενικά συμπτώματα είναι συνήθως ήπια.… … Dictionary of Greek
επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… … Dictionary of Greek
λοιμωδέστατον — λοιμώδης pestilential masc acc superl sg λοιμώδης pestilential neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμῶδες — λοιμώδης pestilential masc/fem voc sg λοιμώδης pestilential neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)