Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λοιμώδης

См. также в других словарях:

  • λοιμώδης — pestilential masc/fem acc pl (attic epic doric) λοιμώδης pestilential masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λοιμώδης pestilential masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμώδης — ες (AM λοιμώδης, ώδες) [λοιμός] (για νόσο) αυτός που συνοδεύεται από συμπτώματα λοιμού, αυτός που μοιάζει με λοιμό, θανατηφόρος («βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα ἡ λοιμώδης νόσος», Θουκ.) νεοελλ. φρ. «λοιμώδης νόσος» νόσος που μεταδίδεται με… …   Dictionary of Greek

  • λοιμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, μολυσματικός: Προσβλήθηκε από λοιμώδη ασθένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοιμώδης αρθρίτιδα — Ασθένεια των αρθρώσεων, η οποία είναι αποτέλεσμα προσβολής από βακτηρίδια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της γονόρροιας, του τύφου και της σαλμονέλας …   Dictionary of Greek

  • λοιμωδέστερον — λοιμώδης pestilential adverbial comp λοιμώδης pestilential masc acc comp sg λοιμώδης pestilential neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμώδει — λοιμώδης pestilential masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λοιμώδης pestilential masc/fem/neut dat sg λοιμώδεϊ , λοιμώδης pestilential dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμώδη — λοιμώδης pestilential neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λοιμώδης pestilential masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λοιμώδης pestilential masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμαλίτιδα — Λοιμώδης νόσος, που οφείλεται σε διηθητό ιό και παρατηρείται κυρίως σε αγελάδες και άλογα, γνωστή και ως ευλογιά της αγελάδας. Στο μέρος όπου ενοφθαλμίζεται ο ιός, εμφανίζονται φλύκταινες (φουσκάλες), ενώ τα γενικά συμπτώματα είναι συνήθως ήπια.… …   Dictionary of Greek

  • επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… …   Dictionary of Greek

  • λοιμωδέστατον — λοιμώδης pestilential masc acc superl sg λοιμώδης pestilential neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμῶδες — λοιμώδης pestilential masc/fem voc sg λοιμώδης pestilential neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»