-
1 λοιμος
ὅ1) чума, поветрие, зараза, мор(λιμὸς καὴ λ. Her. λοιμοῦ σκηπτός Aesch.; λοιμοὴ καὴ σεισμοί NT.)
2) перен. чума, язва, опасный и вредный человек Dem. -
2 σκηπτος
ὅ1) удар молнии(ἔδοξεν σ. πεσεῖν εἰς τέν οἰκίαν Xen.)
2) ураган, вихрь, смерч(χθονὸς τυφὼς ἀείρας σκηπτόν Soph.)
3) перен. гроза, неожиданное бедствиеλοιμοῦ σ. Aesch. — моровое поветрие;
σ. πολεμίων Eur. — внезапно нахлынувший враг
См. также в других словарях:
λοιμοῦ — λοιμός plague masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θουκυδίδης — (Αλιμούς, Αττική 460; – 400; π.Χ.). Αθηναίος ιστορικός και στρατηγός του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο πατέρας του, Όλορος, πιθανολογείται ότι ήταν απόγονος του ομώνυμου βασιλιά της Θράκης. Σε νεαρή ηλικία ο Θ. δέχτηκε την επίδραση της φιλοσοφίας… … Dictionary of Greek
Minuscule 470 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 470 Text Gospels Date 11th century Script Greek … Wikipedia
LAJUS — I. LAJUS Philosophus et τελεςτὴς, Antiochenses a peste liberavit, erectâ Charontis statuâ τετελεσμένη. Tzetzes. Λοιμοῦ τὴν Α᾿ντιόχειαν μεγάλου καταχόντος Εέσας εν πέτρᾳ πρόσωπον Χάρωνος, θέις τε πόλει, Τὴν νόσον ἐζωςτράκισε μακράν Α᾿ντιοχὲων.… … Hofmann J. Lexicon universale
λοιμικός — ή, ό (AM λοιμικός, ή, όν) [λοιμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, λοιμώδης, μολυσματικός («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν εἶναι παρ αὐτοῑς κατάστασιν», Ιπποκρ.) νεοελλ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η λοιμική και το λοιμικό… … Dictionary of Greek
λοιμώδης — ες (AM λοιμώδης, ώδες) [λοιμός] (για νόσο) αυτός που συνοδεύεται από συμπτώματα λοιμού, αυτός που μοιάζει με λοιμό, θανατηφόρος («βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα ἡ λοιμώδης νόσος», Θουκ.) νεοελλ. φρ. «λοιμώδης νόσος» νόσος που μεταδίδεται με… … Dictionary of Greek
σκηπτός — ὁ, Α [σκήπτω] 1. κεραυνός («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῑν εἰς τὴν οἰκίαν», Ξεν.) 2. μτφ. α) καταιγίδα β) ανεμοστρόβιλος γ) πολεμική επιδρομή («σκηπτοῡ πιόντος πολεμίων», Ευρ.) δ) είδος παρασίτου 3. φρ. α) «σκηπτὸς λοιμοῡ» λοιμός που ενσκήπτει… … Dictionary of Greek
Αντωνόπουλος — I Επώνυμο τριών διακεκριμένων οικογενειών, αγωνιστών του 1821, που προσέφεραν πολλές υπηρεσίες στο ελληνικό έθνος. 1. Οικογένεια από την Ανδρίτσαινα. Δύο από τα μέλη της ήταν αγωνιστές του 1821, o Αντώνιος και ο Γεώργιος. Ο πρώτος σε μικρή ηλικία … Dictionary of Greek
Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Θηραίος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Σαντορίνη. 1. Αναγνώστης (Σαντορίνη 1770 – Ναύπλιο 1824). Ήταν έμπορος στην Κωνσταντινούπολη και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Σέκερη, ο οποίος του έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη. Τις παραμονές της… … Dictionary of Greek