-
1 λοιβίς
-
2 λοιβίς
-
3 λοιβίδας
λοιβίςfem acc pl -
4 λοιβίδες
λοιβίςfem nom /voc pl
См. также в других словарях:
λοιβίς — λοιβίς, ίδος, ἡ (Α) [λοιβή] λοιβείον* … Dictionary of Greek
λοιβίδας — λοιβίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβίδες — λοιβίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβή — λοιβή, δωρ. τ. λοιβά, ἡ (Α) 1. η σπονδή, ιδίως με υγρά, που προσφερόταν στους θεούς, η χοή («βωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, λοιβῆς τε κνίσης τε», Ομ. Ιλ.) 2. το νερό («λοιβὴν Στυγὸς ὤμοσεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λείβω «χύνω, κάνω σπονδή».… … Dictionary of Greek