Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λογχωτός

См. также в других словарях:

  • λογχωτός — ή, ό (AM λογχωτός, ή, όν) [λόγχη] 1. αυτός που έχει στο άκρο του σιδερένια αιχμή 2. αιχμηρός σαν τη λόγχη, λογχοειδής μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από λόγχες ή είναι κοσμημένος με λόγχες («λογχωτοὶ χιτῶνες», Ιω. Λυδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • λογχωτός — ή, ό αιχμηρός σαν λόγχη: Λογχωτά αγκάθια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογχωτά — λογχωτός furnished with a point neut nom/voc/acc pl λογχωτά̱ , λογχωτός furnished with a point fem nom/voc/acc dual λογχωτά̱ , λογχωτός furnished with a point fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογχωτόν — λογχωτός furnished with a point masc acc sg λογχωτός furnished with a point neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογχωτοῖς — λογχωτός furnished with a point masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογχωτοί — λογχωτός furnished with a point masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγκιολάτος — λαγκιολᾱτος, ὁ (Α) [λαγκιόλα] αιχμηρός σαν λόγχη, λογχωτός …   Dictionary of Greek

  • λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»