-
1 λογο-θεώρητος
λογο-θεώρητος, nur mit der Vernunft zu erkennen u. zu begreifen, intellectuell, im Ggstz des sinnlich Wahrnehmbaren, Sp.
-
2 λογοθεώρητος
λογο-θεώρητος, ον,A to be apprehended by the intellect alone, of the pores, Cael. Aur.TP3.2.19, CP2.16, cf. Cic. ap. Macr.Sat.2.3.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογοθεώρητος
-
3 λογοθεώρητος
λογο-θεώρητος, nur mit der Vernunft zu erkennen u. zu begreifen, intellectuell, im Ggstz des sinnlich Wahrnehmbaren
См. также в других словарях:
λογοθεώρητος — λογοθεώρητος, ον (Α) (για τους πόρους τού σώματος) αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο με τον νου, με το λογικό, ο «λόγῳ θεωρητός», σε αντιδιαστολή προς τα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + θεώρητος… … Dictionary of Greek