Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λογιώτατος

См. также в других словарях:

  • λογιώτατος — λόγιος of masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ioannis Vilaras — (griechisch Ιωάννης/Γιάνης Βηλαράς; * 1771; † 1823) war ein Lyriker, satirischer Dichter und Prosaautor mit bedeutenden Beiträgen zum griechischen Sprachenstreit. Er übte den Beruf des Arztes aus. Leben Ioannis Vilaras wurde in Kythera im… …   Deutsch Wikipedia

  • Vilaras — Ioannis Vilaras (griechisch Ιωάννης/Γιάνης Βηλαράς; * 1771; † 1823) war ein Lyriker, satirischer Dichter und Prosaautor mit bedeutenden Beiträgen zum griechischen Sprachenstreit. Er übte den Beruf des Arztes aus. Leben Ioannis Vilaras wurde in… …   Deutsch Wikipedia

  • Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… …   Dictionary of Greek

  • NONNUS Panopolita — poeta egregius, Theodosii temporibus floruit, cuius Paraphrasin, et Dionysiaca habemus. Agathiâ esse antiquiorem, certum est, cum hic eius meminerit, vixit vero Agathias sub Iustiniano. Chrysostomô esse iuniorem, inde colligit Voss. de Poet.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TELEGENNIUS — notae fatuitatis homo, tempore Claudii Imperatoris cuius proin quottidiana et plane onmium horarum vox erat. Quid? ego tibi Telegennius videor et λογιώτατος, apud Sueton. ineo, c. 40. Fuit autem inter gentes Romanas et istô nomine una Lapis vetus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λογιότατος — και λογιώτατος, η, ο (Α λογιότατος, άτη, ον) βλ. λόγιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. βαθμός τού επιθ. λόγιος, χρησιμοποιούμενος συχνά ως ουσιαστικό] …   Dictionary of Greek

  • λόγιος — Προσωνυμία του Ερμή ως θεού της γλώσσας και της ευγλωττίας, σε αντίθεση με τον Κερδώο Ερμή. Βλ. λ. Ερμής. * * * ια, ιο (AM λόγιος, ία, ιον) [λόγος] πεπαιδευμένος, πνευματικά καλλιεργημένος, μορφωμένος, πολυμαθής νεοελλ. 1. (και ως ουσ.) άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • πανοσιολογιότατος — και πανοσιολογιώτατος, ο προσφώνηση για τους άγαμους και μορφωμένους κληρικούς και ειδικότερα για τους αρχιμανδρίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανόσιος + λογιότατος / λογιώτατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • σοφολογιότατος — και σοφολογιώτατος, ο, Ν 1. ο πολύ σοφός και πολύ λόγιος ταυτόχρονα 2. ειρων. σχολαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + λογιότατος / λογιώτατος, υπερθ. βαθμός του λόγιος. Ο τ. σοφολογιώτατος μαρτυρείται από το 1811 στα Έγγραφα Πατριάρχου… …   Dictionary of Greek

  • σχολαστικός — ή, ό / σχολαστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σκολαστικός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδεία και στις αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στις εκκλησιαστικές σχολές και στα μοναστήρια τής Δύσης κατά τον Μεσαίωνα («σχολαστική παιδεία») 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»