-
1 λογιστικη
ἡ (sc. τέχνη) счетное искусство Plat. -
2 λογιστική
η бухгалтерия; счетоводство -
3 λογιστική
[логистики] ουσ θ бухгалтерия. -
4 λογιστικον
-
5 διαλογιστικη
-
6 λογιστικός
η, ό[ν] бухгалтерский;счётный;λογιστικά βιβλία — бухгалтерские книги;
λογιστική μηχανή — счётная машина;
λογιστικός κανόνας — счётная линейка;
κρατώ τα λογιστικά βιβλία — вести бухгалтерские книги; — вести бухгалтерскую работу (предприятия)
См. также в других словарях:
λογιστική — η η τήρησης λογιστικών βιβλίων: Ο αδερφός μου σπουδάζει λογιστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… … Dictionary of Greek
λογιστικῇ — λογιστικός skilled fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστική — λογιστικός skilled fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτοκισμός — Λογιστική διεργασία, με την οποία προσδιορίζεται η πραγματική και πρωτογενής αξία ενός αξιόγραφου (π.χ. μιας συναλλαγματικής) μετά την αφαίρεση των τόκων. * * * ο βλ. τοκισμός … Dictionary of Greek
απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… … Dictionary of Greek
λογιστικός — ή, ό (Α λογιστικός, ή, όν) [λογιστός] ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία») 2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστική… … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
λογιστήριο — το (Α λογιστήριον) [λογιστής] νεοελλ. 1. γραφείο ή τμήμα δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης, όπου τηρούνται τα λογιστικά βιβλία και διεξάγεται η λογιστική υπηρεσία («πρέπει να πάτε στο λογιστήριο να πληρωθείτε») 2. φρ. «Γενικό Λογιστήριο» η… … Dictionary of Greek
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
παράς — Ασημένιο οθωμανικό νόμισμα, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1623. Αρχικά περιείχε 1,1 γραμμάρια ασήμι. Από τα τέλη του 17ου αι. εξελίχθηκε σε βασική νομισματική μονάδα, ίση με 1/4 του πιάστρου. Στα μέσα του 19ου αι., η περιεκτικότητά του σε ασήμι… … Dictionary of Greek