-
1 λογικως
-
2 θεολογικως
См. также в других словарях:
λογικῶς — λογικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικός — ή, ό (AM λογικός, ή, όν [λόγος] 1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος») 2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα… … Dictionary of Greek
καθορμίζω — (Α καθορμίζω) 1. οδηγώ πλοίο από το πέλαγος σε λιμάνι για αγκυροβολία, ελλιμενίζω, αγκυροβολώ, αράζω («καθώρμισαν πρός τι πολισμάτιον», Πολ.) 2. μέσ. καθορμίζομαι (για πλοία και κυβερνήτες) έρχομαι στο λιμάνι για αγκυροβολία, προσορμίζομαι («ἐς… … Dictionary of Greek
συμβιβάζω — ΝΜΑ συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω (α. «έκαναν πολλές προσπάθειες ώσπου να τους συμβιβάσουν» β. «οἱ δὲ συμβιβάσαντες αὐτοὺς ἦσαν οἵδε», Ηρόδ.) νεοελλ. μέσ. συμβιβάζομαι 1. συγκατατίθεμαι, υποχωρώ (α. «για να αποφύγει μεγαλύτερους κινδύνους,… … Dictionary of Greek
συνεπής — ές, Ν 1. ο σύμφωνος με ένα δεδομένο που προϋπάρχει, ο λογικώς επόμενος («τα έργα του δεν είναι συνεπή προς τα λόγια του») 2. (για πρόσ.) αυτός που τηρεί τις υποσχέσεις του, αυτός που κρατάει τον λόγο του, ο πιστός στις υποχρεώσεις ή στο καθήκον… … Dictionary of Greek
ԲԱՆԱԿԱՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 434 Chronological Sequence: 5c, 6c, 10c, 12c, 13c մ. λογικῶς cum ratione, rationaliter Որպէս բանական, խոհական. իմաստութեամբ. եւ Բանաւուր՝ նուրբ կամ իրաւացի փաստիւք. մարդու պէս, խելքով, հախ ունենալով. *Բանականապէս վայելեալք յիւր գործսն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՏՐԱՄԱԲԱՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0895 Chronological Sequence: 6c մ. λογικῶς logice διαλεκτικῶς dialectice, cum ratione, disserentium modo. Ըստ օրինի տրամաբանից, եւ տրամաբանութեամբ. բնական գիտուեւեամբ եւ բանական ցուցակութեամբ. *Ոմանք աստուածաբանաբար, եւ ոմանք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)