-
1 λογικά
λογικόςof: neut nom /voc /acc plλογικά̱, λογικόςof: fem nom /voc /acc dualλογικά̱, λογικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 λογικά
reasonablyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λογικά
-
3 λογικάς
λογικά̱ς, λογικόςof: fem acc pl -
4 logica
-
5 βιωτικός
A fil for life, lively, τὴν διάνοιαν β. καὶ εὐμήχανος, = βιομήχανος, Arist.HA 616b27; acc. to Phryn.332 (who condemns the word), = χρήσιμος ἐν τῷ βίῳ, as in Sotad.6.12.II of or pertaining to life, Plb.4.73.8, D.S.2.29, Ph. 2.159;χάριτες Plu.2.142b
;ἀηδίαι Artem.2.30
; ἡ -κή (sc. τέχνη) M.Ant.7.61; τὰ β. κριτήρια, opp. λογικά, S.E.P.2.15;μέριμναι β. Ev.Luc.21.34
;β. φροντίς Iamb.Protr.21
.ά; β. σύμβολα business documents, PTeb.52.9 (ii B. C.); β. θρησκεία popular superstition (cf. ), Sor.1.4;ὁ β. νόμος Arr.Epict.1.26
tit.; τὰ β. ib.3, cf. Plu.2.679d. Adv. - κῶς in the tone of common life, D.T.629; in popular language, Gal.10.269.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιωτικός
-
6 λογικός
A of or for speaking or speech, μέρη λ. the organs of speech, Plu.Cor.38: λογική, ἡ, speech, opp. μουσική, D.H. Comp. 11;λ. φαντασία
expressed in speech,Stoic.
2.61.2 of or in eloquence,ἀγῶνες Philostr.VS1.22.1
;ἀκροάσεις λ. καὶ ὀργανικαί Supp.Epigr.2.184.6
(Tanagra, ii B.C.).3 suited for prose,ὁ ἡρῷος σεμνὸς καὶ οὐ λ. Demetr.Eloc.42
; τὸ λ., opp. τὸ μεγαλοπρεπές, ib.41; of persons, writing in prose, D.L.5.85;ἐγκώμιον λ.
in prose,IG
9(2).531.43 (Thess.).II possessed of reason, intellectual,μέρος Ti.Locr.99e
, al.;τὸ λ. ζῷον Chrysipp.Stoic.3.95
; ἀρεταὶ λ., = διανοητικαί, opp. ἠθικαί, Arist.EN 1108b9.2 dialectical, argumentative, οἱ λ. διάλογοι of Plato, such as the Theaetetus and Cratylus, D.L.3.58; in Arist. usu. like διαλεκτικός, λ. συλλογισμός APo. 93a15, cf. Top. 162b27; more abstract, Metaph. ; λ. δυσχέρειαι ib. 1005b22;λ. ἀπόδειξις GA 747b28
; but also, logical, λ. συλλογισμοί, opp. ῥητορικοί, Rh. 1355a13. Adv. - dialectically, Metaph. , APo. 84a7, 88a19;φυσικῶς καὶ λ. GC 316a11
: [comp] Comp. - ώτερον Cael. 275b12.b Subst., ἡ λογική (sc. τέχνη) logic, Cic.Fin.1.7.22; alsoτὰ λογικά Id.Tusc.4.14.33
; περὶ λογικῶν title of work, Democr.10b; τὸ λ., opp. τὸ φυσικόν, τὸ ἠθικόν, Zeno Stoic. 1.15, etc.3 of the 'dogmatic' school of physicians,ἡ λ. αἵρεσις Gal.Sect.Intr.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογικός
-
7 ἀνθολογικά
ἀνθο-λογικά, τά,A books on floristics, Plin.HN21.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθολογικά
-
8 ἡμερολόγιον
ἡμερο-λόγιον, τό,II -λόγιον, τό,= μέρος τι τῶν περὶ τὴν κύστιν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμερολόγιον
См. также в других словарях:
λογικά — λογικός of neut nom/voc/acc pl λογικά̱ , λογικός of fem nom/voc/acc dual λογικά̱ , λογικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικάς — λογικά̱ς , λογικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
λογικό — το (AM λογικόν) (και στον πληθ. τα λογικά) 1. ο νους, η διάνοια, το πνεύμα 2. ο ορθός λόγος, η ορθή κρίση νεοελλ. φρ. α) «έχασα το λογικό μου» ή «έχασα τα λογικά μου» παραφρόνησα β) «έλα στα λογικά σου» σκέψου σωστά, λογικέψου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
λογικός — ή, ό (AM λογικός, ή, όν [λόγος] 1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος») 2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
έμφρων — ον (AM ἔμφρων, ον) φρόνιμος, γνωστικός, μυαλωμένος («οἱ ἄφρονες ἀπεδείχθησαν ἔμφρονες») αρχ. 1. μυαλωμένος, αυτός που έχει σώες και ακέραιες τις φρένες ή τις αισθήσεις του («ἕως δ ἔτ ἔμφρων εἰμί» όσο έχω τα λογικά μου, Αισχ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… … Dictionary of Greek
ξεμυάλισμα — το 1. ξελόγιασμα, το να χάνει κανείς τα λογικά του ή να κάνει κάποιον να χάσει τα λογικά του 2. εξώθηση στη διαφθορά με παραπλανητικά μέσα, ξελόγιασμα … Dictionary of Greek