Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λογγάζω

См. также в других словарях:

  • λογγάζω — (Α) λαγγάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη συνώνυμη λαγγάζω*, ενώ το ο παραμένει δυσερμήνευτο (πρβλ. ἁρμόττω: ἅρμα)] …   Dictionary of Greek

  • λογγᾶν — λογγάζω fut part act masc voc sg (doric aeolic) λογγάζω fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) λογγάζω fut part act masc nom sg (doric aeolic) λογγάζω fut inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογγάσω — λογγάζω aor subj act 1st sg λογγάζω fut ind act 1st sg λογγάζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογγάζει — λογγάζω pres ind mp 2nd sg λογγάζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογγάζειν — λογγάζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογγάσαι — λογγά̱σᾱͅ , λογγάζω fut part act fem dat sg (doric) λογγάζω aor inf act λογγάσαῑ , λογγάζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογγάσια — λογγάσια, τὰ (Α) διάτρητοι λίθοι με τους οποίους έδεναν τα σχοινιά τής πρύμνης τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογγάζω + επίθημα άσιον, κατά το σχήμα γυμνάζω: γυμνάσιον] …   Dictionary of Greek

  • λογγασίη — λογγασίη, ἡ (Α) [λογγάζω] τα λογγάσια* …   Dictionary of Greek

  • λογγώνες — λογγῶνες, οἱ (Α) τά λογγάσια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογγάζω + επίθημα ών (πρβλ. αγ ών)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»