-
1 λυγγούριον
λυγγούριον, τό (derived by the ancients from λύγξ, οὖρον, and supposed to be the coagulated urine of the lynx, Dsc.2.81, Plu.2.962f, S.E.P.1.119), a kind ofA amber (glossed by ἤλεκτρον, Hsch., cf. Str. 4.6.2), Thphr.Lap.28, IG11(2).161 B49 (Delos, iii B.C.), al., 22.1534.100, Str.4.5.3 (pl.):—also written [full] λυγκούριον, [full] λιγκούριον, and [full] λιγγούριον in codd.; [full] λογγούριον Aët.2.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυγγούριον
См. также в других словарях:
λυγγούριον — και λυγκούριον και λιγγούριον και λιγκούριον και λογγούριον, τὸ (Α) 1. πολύτιμος λίθος, είδος εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, κατά τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα ούρα τού ζώου λυγξ και διακρίνεται ανάλογα … Dictionary of Greek