-
1 λιχνείαι
-
2 λιχνεῖαι
См. также в других словарях:
λιχνεῖαι — λιχνεία gluttony fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχνεία — η (AM λιχνεία) [λιχνεύω] λαιμαργία σε φαγητό και ποτό («ὅ,τι περὶ λιχνείας καὶ ἀπληστίας ὄφελος», Λουκ.) μσν. αρχ. συν. στον πληθ. αἱ λιχνεῑαι ορεκτικά φαγητά, λειχουδιές … Dictionary of Greek