-
1 λιτί
-
2 λῖτί
λῖτί: see λί Od. 18.3.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λῖτί
-
3 λιτί
λῑτί, λίς 2smooth: fem dat sgλῑτί, λίς 2smooth: masc dat sg -
4 λῖτα
λῖτα, [full] λῑτί, case forms of a noun of which no nom. sg. is found (unless σινδὼν λίς is right in Michel 832.19 (Samos, iv B. C.)),A linen cloth, ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν they covered [ the corpse] with a fine linen cloth, Il.18.352, 23.254; λῖτα may be acc. sg. or acc. pl.,αὐτὴν δ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῖτα πετάσσας, καλὸν δαιδάλεον Od.1.130
;ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλά, πορφύρεα καθύπερθ', ὑπένερθε δὲ λῖθ' ὑπέβαλλεν 10.353
: understood as pl. by Ath.2.48c; used for covering a chariot, Il.8.441: in AP6.332 (Hadr.) λίτα [pron. full] [ῐ] poludai/dala is prob. f.l. (Perh. akin to λίνον.) -
5 ἑανός
A fine, of fabrics and materials for wearing, ἑᾱνῷ λιτί with fine linen, Il.18.352, 23.254;πέπλος ἑᾱνός 5.734
, 8.385; ἑᾱνοῦ κασσιτέροιο tin beaten out fine, 18.613;ἱμάτιον Sapph.
(?)122.II as Subst., [full] ἑᾰνός, ὁ, fine robe, once in nom.,ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑᾰνὸς τρέμε Il.21.507
;νεκταρέου ἑᾰνοῦ 3.385
; ἑᾰνῷ ἀργῆτι φαεινῷ ib. 419; ἀμβρόσιον ἑᾰνόν (acc.) 14.178;ἑᾰνῶν πτύχας ἱμεροέντων h.Cer. 176
;λεπταλέῳ ἑᾰνῷ A.R.4.169
;ἑανοῖς χρυσειδέσι Hymn.Is.109
; also with the first syll. long,εἱᾰνοῦ ἁπτομένη Il.16.9
; cf. ἴανον.2 sail,λῦε ἑᾰνοῦ πτέρυγας Lyr.Alex.Adesp.20.9
. [Hom. always makes [pron. full] ᾱ in the Adj., [pron. full] ᾰ in the Subst.; but later poets use [pron. full] ᾱ or [pron. full] ᾰ, as suits the metre, as Orph.A. 877, 1223.] (Cf. ἕννυμι (q.v.); the Subst. has the digamma, Il.14.178, 21.507, whereas the Adj. has not, 18.352, 613, 23.254.) -
6 λίς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λίς
-
7 ἑᾱνός 2
ἑᾱνός 2.Grammatical information: adj.Meaning: of clothes ( λιτί, πέπλος, ἱμάτιον), also of tin (Il., inc. auct. ap. Greg. Cor., s. Sapph. fr. 156). - Meaning uncertain (`supple'?, `fine'?),Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No etymology. Hypotheses s. Bq. Cf. ἱανογλέφαρος.Page in Frisk: 1,432Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἑᾱνός 2
-
8 λῖτα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λῖτα
См. также в других словарях:
λιτί — (Α) βλ. λις (I) … Dictionary of Greek
λιτί — λῑτί , λίς 2 smooth fem dat sg λῑτί , λίς 2 smooth masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… … Dictionary of Greek
лен — I вид феодального землевладения , впервые у Петра I; см. Смирнов 177 и сл. Из нем. Lеhеn лен . II лен, род. п. льна, дат. п. льну, укр. лен, род. п. льну, ст. слав. льнѣнъ льняной (Супр.), болг. лен, сербохорв. ла̏н, словен. lȃn, род. п. lа̑nа,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… … Dictionary of Greek