-
1 λιταργιζω
-
2 λιταργίζω
λιταργίζω, eilen, laufen, λιταργιοῦμεν οἴκαδ' ἐς τὰ χωρία, Ar. Pax 554.
-
3 λιταργίζω
λιταργίζω, eilen, laufen -
4 λιταργίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιταργίζω
-
5 ἀπο-λιταργίζω
ἀπο-λιταργίζω, abspringen; sich fortpacken, Ar. Nub. 1234, vgl. ἀπολιβάζω.
-
6 λιταργίσαι
λιταργίζωslip away: aor inf actλιταργίσαῑ, λιταργίζωslip away: aor opt act 3rd sg -
7 λιταργίζειν
λιταργίζωslip away: pres inf act (attic epic) -
8 απολιταργιζω
-
9 λιταργιείν
-
10 λιταργιεῖν
-
11 λιταργιούμεν
-
12 λιταργιοῦμεν
-
13 ἀπολιταργίζω
ἀπο-λιταργίζω, abspringen; sich fortpacken
См. также в других словарях:
λιταργίζω — (Α) πηγαίνω κάπου γρήγορα, σπεύδω, τρέχω («εἶθ ὅπως λιταργιοῡμεν οἴκαδ εἰς τὰ χωρία», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ., πιθ. < λιτός (εδώ ως επιτατικό πρόθημα) + ἀργός «ταχύς»] … Dictionary of Greek
λιταργίσαι — λιταργίζω slip away aor inf act λιταργίσαῑ , λιταργίζω slip away aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιταργιεῖν — λιταργίζω slip away fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιταργιοῦμεν — λιταργίζω slip away fut ind act 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιταργίζειν — λιταργίζω slip away pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολιταργίζω — ἀπολιταργίζω (Α) [λιταργίζω] φεύγω τρέχοντας … Dictionary of Greek
λίταργος — λίταργος, ον (Α) αυτός που σπεύδει, που τρέχει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λιταργίζω] … Dictionary of Greek
λιταργισμός — λιταργισμός, ὁ (Α) [λιταργίζω] βιασύνη, σπουδή, τρέξιμο … Dictionary of Greek