-
1 λισσος
-
2 Λισσος
-
3 ολισθανω
Plut. ὀλισθαίνω [λίσπος и λισσός] (fut. ὀλισθήσω, aor. 2 ὤλισθον - эп. ὄλισθον; поздн. aor. 1 ὠλίσθησα, pf. ὠλίσθηκα) скользитьὄλισθε θέων Hom. — (Эант) поскользнулся на бегу;
ἐξ ἀντύγων ὤλισθε Soph. — (Орест) скатился с колесницы;ὀλισθεῖν ἐπ΄ ἰσχίον Anth. — (поскользнувшись), упасть на бедро;ὀλισθεῖν εἰς νοῦσον Anth. — заболеть
См. также в других словарях:
λισσός — smooth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίσσος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσός — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη και λιμάνι της Κρήτης, επίνειο της Υρτακίνης ή της Ελύρας. Βρισκόταν στον μυχό του κόλπου του Αγίου Κυριακού, όπου σώζονται και ερείπια θεάτρου. 2. Παραλιακή πόλη της Ιλλυρίας, η ακρόπολη της οποίας ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
λισσόν — λισσός smooth masc acc sg λισσός smooth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίσσω — Λίσσος masc nom/voc/acc dual Λίσσος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσαῖς — λισσός smooth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσαῖσιν — λισσός smooth fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσοῦ — λισσός smooth masc/neut gen sg λισσόω render insolvent pres imperat mp 2nd sg λισσόω render insolvent imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσούς — λισσός smooth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσή — λισσός smooth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσήν — λισσός smooth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)