Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λισγάριον

См. также в других словарях:

  • λισγάριον — spade neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λισγαρίου — λισγάριον spade neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσγος — ο (Α λίσγος) είδος σκαλιστηριού, αξίνα, σκαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. *λίσγος μαρτυρείται μόνο έμμεσα στο υποκοριστικό λισγάριον. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *λίγσκος (πρβλ. μίσγω < *μίγσκω), οπότε και συνδέεται με λατ. ligō, ōnis… …   Dictionary of Greek

  • λισγάρι — το (AM λισγάριον, Μ και λισγάριν και λισκάριν) σκαπτικό εργαλείο, σκαπάνη, αξίνα, σκαλιστήρι μσν. μονάδα μήκους 25 περίπου εκατοστομέτρων που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση τού βάθους ορυγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λισγάρι(ον) < λίσγος*] …   Dictionary of Greek

  • laidh-, lidh- —     laidh , lidh     English meaning: to cut, hurt     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden, verletzen”?     Material: Gk. λίστρον n. ‘schũrfeisen, spade; spoon”, λιστρεύω “hacke um”, λιστρόω “ebne”, λιστρίον n. ‘spoon”; λισγάριον “hack, mattock,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»