-
1 λιπ-εργάτης
λιπ-εργάτης, ὁ, der seine Arbeit verläßt, Long. 2, 22, wo Schäfer λιπερνήτης vermuthet.
-
2 λιπεργάτης
λιπ-εργάτης, ὁ, der seine Arbeit verläßt
См. также в других словарях:
λιπεργάτης — λιπεργάτης, ὁ (Α) αυτός που εγκαταλείπει το έργο του, ο εργάτης που εγκαταλείπει την εργασία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ἐργάτης] … Dictionary of Greek