Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λιπόϑριξ

См. также в других словарях:

  • λιπόθριξ — ο, η (Α λιπόθριξ, τριχος) αυτός που δεν έχει τρίχες, άτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + θρίξ] …   Dictionary of Greek

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»