-
1 λιπόθριξ
-
2 λιπό-τριχος
λιπό-τριχος, = λιπόϑριξ, Nonn. D. 26, 158.
-
3 λιπο-τριχής
λιπο-τριχής, ές, = λιπόϑριξ, Carphyllids. 1 (IX, 52).
См. также в других словарях:
λιπόθριξ — ο, η (Α λιπόθριξ, τριχος) αυτός που δεν έχει τρίχες, άτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + θρίξ] … Dictionary of Greek
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek